Tου Αρχιμανδρίτη Σωφρόνιου Γκουτζίνη Πρωτοσύγκελλου της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου
Το Πάσχα αποτελεί το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας μας. Η Ανάσταση του Κυρίου είναι το κορυφαίο γεγονός της πίστης μας και σφραγίζει την πνευματική ταυτότητά μας, ως ορθοδόξων χριστιανών. Ωστόσο, συχνά συμπεριφερόμαστε σαν να μην σταυρώθηκε και αναστήθηκε για εμάς ο Χριστός. Είδαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα πλήθος ανθρώπων που διακρίνονται από πνευματική ευαισθησία να συνοδεύουν τον Χριστό στη Σταύρωσή Του, αλλά να δυσκολεύονται να κάνουν το επόμενο βήμα και να τον δουν ως Αναστημένο Κύριο, που με την Ανάστασή Του άνοιξε δρόμους ελπίδας στα αδιέξοδα του θανάτου και νοηματοδότησε τη ζωή μας. Η ανάσταση αποτελεί την καρδιά του Ευαγγελικού μηνύματος, αυτή είναι η Καλή Αγγελία, το Ευ-αγγέλιο: «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» (Α΄Κορ. 15:17). Για αυτόν ακριβώς το λόγο διαρκώς επαναλαμβάνουμε τον νικητήριο παιάνα της νίκης της ζωής πάνω στο θάνατο: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών»!!!
Βέβαια ο Θεός δεν μας εξαναγκάζει να υποταχθούμε στην αλήθεια που Αυτός αποκαλύπτει, διότι σέβεται την ελευθερία μας. Τελικά πάντως αυτή η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού προσδιορίζει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.
Το φετινό Πάσχα η Εκκλησία μας καλεί να ανανεώσουμε αυτή την πίστη μας στην Ανάσταση. Οταν η βεβαιότητα για την Ανάσταση ατονεί, τότε το βίωμα του χριστιανισμού εκφυλίζεται. Η Εκκλησία μεταβάλλεται σε ένα απλό φιλανθρωπικό σωματείο, σε μία θρησκευτική κοινότητα της οποίας τα μέλη συνδέονται μόνο εξωτερικά. Δεν είναι πια η Εκκλησία που μας ανυψώνει εκ γης προς ουρανόν! Δεν είναι πια η Εκκλησία που συνδέει τον πιστό με τον Θεό, στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά μεταβάλλεται σε μία ΜΚΟ. Οσο ουσιαστικότερη και εντονότερη είναι η βίωση του μυστηρίου του Πάσχα, τόσο και η παρουσία και η ακτινοβολία της Εκκλησίας καθίσταται αυθεντικότερη και παγκόσμια, γίνεται ευεργεσία «υπέρ του σύμπαντος κόσμου».
Οταν προσβλέπουμε προς τον Αναστάντα Κύριο, προγευόμαστε την Ανάσταση μέσα στην καθημερινότητά μας και σταδιακά αποκτούμε εντός μας την επίγνωση μίας μυστικής δύναμης που αντιπαλεύει και νικά κάθε μορφή διαφθοράς και παρακμής. Ακόμη και το βεβαιότερο γεγονός της επίγειας πορείας μας, ο θάνατος, φωτισμένο από το φως της Αναστάσεως λαμβάνει άλλες διαστάσεις, δεν είναι πλέον το αδυσώπητο τέλος, αλλά μεταμορφώνεται σε ύπνο, σε κοίμηση. Για εκείνον που πιστεύει στην Ανάσταση, το μέλλον υπερβαίνει το σύνορο του επίγειου θανάτου. Λαμβάνοντας έμπνευση από την πίστη στον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριο μπορεί ο άνθρωπος να βιώσει ό,τι πολυτιμότερο και δυνατότερο, τη νίκη πάνω στο θάνατο.
Πέρα όμως από τους κατ’ όνομα χριστιανούς που δεν πιστεύουν στην ανάσταση, υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι συχνά με τα χείλη τους ομολογούν την Ανάσταση, αλλά η καθημερινή τους βιοτή και το έμπρακτο ήθος τους κινείται στη σκιά του Θανάτου, είναι φανέρωση του Αδη, μακριά από τα ολόφωτα φώτα της Ανάστασης, σε δρόμους σκοτεινούς, σε γειτονιές υποκρισίας, αδικίας, ψεύδους, σκληρότητας, σε οδούς εμπαθείς. Αλλά υπάρχει και μία άλλη, κρίσιμη για πολλούς χριστιανούς πλευρά: Συχνά με τα χείλη αναφερόμαστε στην Ανάσταση, αλλά το ήθος μας και η καθημερινή μας ζωή κινούνται στη σκιά του Αδου, μακριά από το ολόλαμπρο φως του Πάσχα, σε χώρους σκοτεινούς, σε οδούς που υποδουλώνουν στα πάθη· όταν έμπρακτα περιφρονούμε την ευεργεσία της Αναστάσεως, τις συνέπειες της Αναστάσεως· όταν προτιμούμε το φρόνημα της φιληδονίας από το φρόνημα της Αναστάσεως.
Οι Αγιοι του Θεού μας απευθύνουν, ιδιαίτερα τώρα στην περίοδο του Πάσχα, την προτροπή να αλλοιωθούμε την καλή αλλοίωση, να βιώσουμε μία ουσιαστική αλλαγή προς το καλύτερο. Σε μία ευχή κατά την προετοιμασία για τη Θεία Μετάληψη, προσευχόμαστε ως εξής: «Ο τη τριημέρω σου και ζωηφόρω αναστάσει τον πεπτωκότα προπάτορα αναστήσας, ανάστησόν με τη αμαρτία κατολισθήσαντα, τρόπους μοι μετανοίας υποτιθέμενος». Για να ξαναβρούμε την ακτινοβολία του ορθοδόξου ήθους που καταυγάζεται από το φως της Αναστάσεως, είναι απαραίτητη η συνεχής και έμπρακτη μετάνοια. Ανάβοντας την Πασχαλινή λαμπάδα μας, καλούμαστε να ανοίξουμε διάπλατα την ύπαρξή μας, για να λάμψει «φως εκ του ανεσπέρου φωτός» στη συνείδηση, στη βούληση και στις απόκρυφες πτυχές του υποσυνειδήτου μας, στα «κρύφια» εκ των οποίων ζητούμε την κάθαρση. Ετσι γινόμαστε φωτεινοί και λαμπροφόροι! Η Εκκλησία ομολογεί ότι «Χριστός Ανέστη!» και μας καλεί να ανθομολογήσουμε όχι τόσο με τα χείλια μας, αλλά με την καρδιά μας «Αληθώς Ανέστη»! Και να χαρούμε για την υπέρβαση του αδιεξόδου του θανάτου, του θανάτου του δικού μας, του θανάτου του κάθε ανθρώπου, του θανάτου του κόσμου και της κοινωνίας μας! Με το «Χριστός Ανέστη» η Εκκλησία μας καλεί να νιώσουμε κάτι από τη μεταμορφωτική και αναγεννητική της δύναμη και να μην κρατήσουμε τη δύναμη αυτή για τον εαυτό μας, αλλά να την μεταδώσουμε, με επίγνωση και ευθύνη «έως εσχάτου της γης», αρχίζοντας ο καθένας από τον καθημερινό του περίγυρο. «Χριστός Ανέστη»!