† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κυρίλλου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος καταγόταν ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ἐγεννήθηκε πιθανῶς τό ἔτος 313 μ.Χ. στά Ἱεροσόλυμα. Ἐχειροτο-νήθηκε πρεσβύερος ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Ἱεροσολύμων Μαξίμου τοῦ Γ΄ (333-348 μ.Χ.), τόν Ὁποῖο καί διαδέχθηκε στήν ἐπισκοπική ἕδρα κατά τίς ἀρχές τοῦ ἔτους 348 μ.Χ., εἴτε διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς[1], εἴτε διότι ἀπέθανε[2].
Ὁ Ἅγιος ἀρχικά ἀδιαφοροῦσε γιά τίς δογματικές «λεπτολο-γίες» καί ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τόν ὅρο «ὁμοούσιος». Γι’ αὐτό ὁ Ἀρειανός Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀκάκιος ἐνέκρινε τήν ἐκλογή του καί τόν ἐχειροτόνησε εἰς Ἐπίσκοπον. Ἀλλά συνέβη καί ἐδῶ ὅ,τι ἀργότερα καί στήν περίπτωση τοῦ ἉγίουΜελετίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας († 12 Φεβρουαρίου). Ὁ Ἅγιος δέν ἔμεινε ἐκτός τοῦ κλίματος τῆς ἐποχῆς ὡς πρός τούς δογματικούς ἀγῶνες καί ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς ἀρχιερατείας του ἀποδείχθηκε διά τῶν περιφήμων Κατηχήσεών του ὑπερασπιστής τῶν Ἀποφάσεων καί τῶν Ὅρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Κυρίλου ἐξῆρε καί ἡ ἐν Κωνσταντι-νουπόλει Σύνοδος τοῦ ἔτους 382 μ.Χ.: «Τῆς δέ γε μητρός ἁπαςῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις, τόν αἰδεσιμώτατον Κύριλλον ἐπίσκοπον εἶναι γνωρίζομεν. Κανονικῶς τε παρά τῶν τῆς ἐπαρχίας χειροτονηθέντα πάλαι καί πλεῖστα πρός τούς Ἀρειανούς ἐν διαφόροις τόποις ἀθλήσαντα»[3].
Ἡ δογματική τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε ἡ πρώτη αἰτία ρήξεως μέ τόν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἐζητοῦσε διάφορες ἀφορμές νά καταστρέψει τόν Ἅγιο. Δεύτερη αἰτία ἦταν ἡ διαφορά περί τή δικαιοδοσία τῶν δύο ἑδρῶν. Ὡς γνωστόν, λόγῳ καταστροφῆς τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ἐκεῖ Χριστιανική κοινότητα διασκορπίσθηκε, μετά δέ τήν ἐπανοι-κοδόμηση αὐτῆς οἱ Χριστιανοί ἦσαν λίγοι, γι’ αὐτό σέ Μητρόπολη ἀναδείχθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Παλαιστίνης Καισάρεια. Μετά ἀπό λίγο, ὅταν ἡ Χριστιανοί τῶν Ἱεροσολύμων ἐπληθύνθησαν, ἡ Ἐπισκοπή Ἱεροσολύμων ἐζήτησε ἀποκατάσταση τῆς παλαιᾶς αὐτῆς θέσεως. Ἔτσι δέ ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, διά τοῦ 7ου Κανόνος αὐτῆς, ὅριζε νά τιμᾶται ἰδιαιτέρως κατά τά ἄρχαῖα ἔθιμα ὁ Ἐπίσκοπος Αἰλίας, δηλαδή Ἱεροσολύμων, ἡ δέ Μητρόπολη Καισα-ρείας νά διατηρεῖ τό οἰκεῖο ἀξίωμα. Ἡ ἀσάφεια τῆς διατυπώσεως τοῦ Κανόνος προεκάλεσε διένεξη μεταξύ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου καί τοῦ Ἀκακίου.
Ὁ τελευταῖος ἦταν σέ πλεονεκτική θέση λόγῳ τῆς ὑποστη-ρίξεως αὐτοῦ ἀπό τόν Ἀρειανό αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.)[4], καί ἀφοῦ εὑρῆκε πρόφαση κατά τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ὅτι σέ καιρό λιμοῦ ἐπούλησε ἱερά κειμήλια καί ἀναθήματα, γιά νά προσφέρει τροφή στούς ἄπορους, καθαίρεσε τόν Ἅγιο διά Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στά Ἱεροσόλυμα, τό ἔτος 357 μ.Χ., καί τόν ἀπο-μάκρυνε ἀπό ἐκεῖ[5].
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐξορίσθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας καί ἔγινε δεκτός ὑπό τοῦ ἐκεῖ Ἐπισκόπου Σιλβανοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπέρριψε τήν ἀξίωση τοῦ Ἀκακίου νά διακόψει τήν ἐπικοινωνία τοῦ μέ τόν Ἅγιο. Ὡστόσο ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐζητοῦσε νά διερευνηθεῖ ἡ ὑπόθε-σή του ἀπό μεγαλύτερη Σύνοδο. Πράγματι, ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 359 μ.Χ., στά Ἱεροσόλυμα, τόν ἀποκατέστησε καί τόν ἀθώωσε, ἀλλά ὁ Ἀκάκιος, ἀφοῦ κατέφυγε στήν Κωνσταντινού-πολη, ἐματαίωσε τίς ἀποφάσεις αὐτῆς δι’ ἄλλης Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 360 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἐπεκύρωσε τήν καθαίρεση καί ἐξορία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου[6].
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του, ὅπως καί οἱ λοιποί ἐξόριστοι Ἐπίσκοποι, τό ἔτος 361 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, ὁ ὁποῖος θέλοντας νά ἔχει κοντά του ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίου, ἀνεκάλεσε τούς ἐξόριστους Ἀρχιερεῖς. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά ἐπιδοθεῖ στή διαποίμανση τοῦ ποιμνίου του. Ἀλλά μετά τό θάνατο τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου, στίς 26 Ἰουλίου 363 μ.Χ., ἐξορίσθη-κε πάλι ἀπό τόν αὐτοκράτορα Οὐάλη (364-378 μ.Χ.) γιά ἕνδεκα χρόνια καί ἐπανῆλθε στά Ἱεροσόλυμα μετά τό θάνατο τοῦ αὐτο-κράτορος, τό ἔτος 378 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 387 μ.Χ.
Τό κύριο ἔργο του εἶναι οἱ Κατηχήσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθη-καν κατά τή διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 348 μ.Χ. στή βασιλική τῆς Ἀναστάσεως. Σκοπός τῶν Κατηχήσεων εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ εἰσαγωγή τῶν Κατη-χουμένων στίς θεμελιώδεις διδασκαλίες τῆς πίστεως καί τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν Χριστιανῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ φανέρωση τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας στούς Νεοβαπτισθέντες. Ἡ ἀξία τῶν Κατηχήσεων τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου εἶναι ἀνυπολόγιστη. Κανένα ἔργο πρό αὐτοῦ δέν ἐμφανίζει μέ τόση παραστατικότητα σχεδόν ὅλο τό τελετουργικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τό μυστηριακό καί ἁγιαστικό σύστημα μέ καταπλήσσουσα ὁμοιότητα πρός τά μέχρι σήμερα τελούμενα στό ναό, ὥστε δικαιολογημένα νά θεωροῦμε ὅτι οἱ Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἀποτελοῦν ἔκτυπο ἀναπαρά-σταση καί στήν πράξη διατήρηση αὐτῆς ταύτης τῆς Ἀποστολικῆς Τελετουργικῆς Παραδόσεως.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μυρίων μαρτύρων.
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καί πότε ἐμαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες. Ἴσως ἐτελειώθησαν στή Νικομήδεια.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Εὐκαρπίωνος, Τροφίμου καί τῶν σύν αὐτοῖς, τῶν ἐν Νικομηδείᾳ μαρτυρησάντων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τρόφιμος καί Εὐκαρπίων ἦσαν στρα-τιῶτες καί ἔζησαν πιθανῶς κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Στήν ἀρχή κατεδίωκαν καί συνελάμβα-ναν τούς Χριστιανούς, τούς ἐβασάνιζαν καί τούς ἀνέκριναν. Ἀλλά μετά ἀπό θεία ὀπτασία, πού εἶδαν, ὅταν πήγαιναν σέ σύλληψη Χριστιανῶν, μετανόησαν, ἀπέστησαν ἀπό τό ἀνίερο ἔργο αὐτῶν, ἐπίστεψαν στόν Χριστό καί, ἀφοῦ μετέβησαν στίς φυλακές, ἀπελευ-θέρωσαν ὅλους τούς Χριστιανούς, τούς ὁποίους καταφιλοῦσαν ὡς ἀδελφούς.
Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας, διέταξε νά τούς κρεμάσουν καί νά ξύνουν τίς πληγές τους μέ τρίχινα ὑφάσμα-τα. Μετά τοῦτο ἐρρίφθησαν σέ ἀναμμένη κάμινο καί ἔτσι ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Ἦταν τό ἔτος 300 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνανίου τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀνανίου εἶναι ἄγνωστη στούς Συναξα-ριστές καί τά Μηναῖα καί ἀναφέρεται στό Λαυρεωτικό Κώδικα[7].
Ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στόν Θεό ἀπό μικρή ἡλικία καί ἐβάδισε τήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, προσευχές, δάκρυα καί κακουχίες. Ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι διά προσευχῆς δράκοντα ἀνέδειξε νεκρί καί νεκρό ἄνθρωπο ἀνέστησε, δαίμονες ἀπεδίωξε καί πολλούς ἀσθενεῖς καί πάσχοντες ἐθεράπευσε μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας, ἀφοῦ προεῖδε τό τέλος τοῦ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο, πού ἀπό βρέφος ἐπόθησε.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη ἁγίου Ἐδουάρδου, βασιλέως τῆς Ἀγγλίας.
Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος ἦταν υὁς τοῦ βασιλέως τῆς Ἀγγλίας Ἔντγκαρ. Διαδέχθηκε στό θρόνο τόν πατέρα του σέ ἡλικία 13 ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος, παρά τό γεγονός τοῦ μεγάλου ἀξιώματός του, διακρι-νόταν γιά τήν ἁγνότητα καί εὐσέβειά του. Ἐδολοφονήθηκε, μετά τριετία ἀπό τῆς ἀνόδου του στό θρόνο, ἀπό τή μητρυϊά του Ἐλφρίδα καί ἐνταφιάσθηκε σέ τόπο ἄγνωστο καί σέ μεγάλο βάθος. Τό λείψανό του εὑρέθηκε ἀκέραιο, ὅταν ἐπάνω ἀπό τό σημεῖο τοῦ τάφου του ἔλαμπε οὐράνιο φῶς. Σήμερα τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἐδουάρδου φυλάσσουν Ὀρθόδοξοι Ρῶσοι μοναχοί τῆς Διασπορᾶς σέ μονή κοντά στό Λονδῖνο[8].
Ὁ Ἅγιος Ἐδουάρδος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 978 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Κυρίλλου τοῦ Ἀστραχάν.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἔζησε κατά τόν 16ο αἰώνα μ.Χ. στή Ρωσία. Ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἐκάρη μοναχός στή μονή Ἁγίας Τριάδος Ἀστραχάν[9]. Κατά τό 1568, ὅταν ἔγινε ἡγούμενος, ἀνακαί-νισε τή μονή καί ἔκτισε τούς ναούς τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν Εἰσοδείων τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ὅσιος ἀπελάμβανε τῆς τιμῆς καί τοῦ σεβασμοῦ ὄχι μόνο τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά καί τῶν Μουσουλμάνων τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1576. Ἡ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου εἰκονογραφήθηκε τό ἔτος 1676 σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Αἰμιλιανοῦ Παφέντιεφ, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε σώσει ἀπό πνιγμό στόν ποταμό Βόλγα.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!