Βαθυγάλαζη νύχτα μέ χλωμό τό φεγγάρι!
Γαλήνια κι’ ήρεμη χύνουν πνοή οί άνθοί καί τή σκλάβα τή γή άποκοιμίζουν.
Τών Χριστιανών μαζώχτηκαν γύρω στά τζάκια οί φαμελιές, μά ύπνος δέν τούς γίνεται, βλέφαρο δέ σφαλίζει!
Μόνο στόν τουρκομαχαλά ροχαλητό μεγάλο άγροικιέται. Μπουκώσανε τά στόματα καί ρίχτηκαν στά στρώματα βαριά-βαριά κι’ άράθυμα οί Τουρκοφαμελιές, δίχως σκοτούρα κι’ έγνοιες, πλάι στά ζά τους…
Μά οί Χριστιανοί ’ναι ξάγρυπνοι!
Στής νύχτας τή γαλήνη τροχάνε δίκοπα σπαθιά, γυαλίζουν καρυοφίλια…
οί νιές ύφαίνουν φλάμπουρα κρυφά στά άργαλειά τους… κινάνε τά παιδόπουλα μέ πλάκα καί κοντύλι, γιά τό Κρυφό Σχολειό…
-Ύπνο γλυκό, ύπνο άλαφρύ, άφέντες τουρκαλάδες, στά μεταξένια σας στρωμνιά, σάς εύχονται οί ραγιάδες!…
*
Έτσι ήτανε τότε!…
Μά, ένα μικρό γραικόπουλο άγόρι θεριεμένο, «πρωτόσχολος» τού παπα-Λιά στό Κρυφό Σχολειό, μεγάλο μέσα στή νυχτιά άπόψε έχει γιορτάσει!…
Χαίρεται τή σιγαλιά- χαίρεται τ’ άστρα.
Διόλου δέν βιάζεται ή αύγή γοργή, γοργά νά φτάσει.
Μέ την καρδιά του συντροφιά θέλει νά ζήσει άπόψε, καί μέ τό φεγγαράκι του νά γλυκοκουβεντιάσει!
Τό «φεγγαράκι τό λαμπρό» πού τού ’φεξε ώς τώρα, στό νάρθηκα τής έκκλησιάς τά βράδια νά πηγαίνει!…
“Αχ! πώς τήνε θυμάται τήν τελευταία τή βραδιά!…
-Παπά μου, δασκαλοπαπά, τού σκοταδιού μου αστέρι, μέ τή φλογάτη σου ματιά καί τή λευκή γενειάδα, άπόψε σέ χαιρέτησα καί πήρα τήν εύχή σου καί τής ψυχής σου έκλεισα βαθιά μου, τή λαμπάδα!
Καί μοϋ ’πες άγιοδάσκαλε:
-Ό,τι είχα νά σοϋ μάθω, σοϋ τό ’μαθα, λεβέντη μου, καί πιά σέ ξεσχολίζω.
Σκύψε- γονάτισε μπροστά στήν “Αγια Πύλη τώρα μέ τού Χριστού μας τήν εύχή, γιέ μου, νά σ’ εύλογήσω!…
Κι’ ένιωσα τό τρεμάμενο ξερακιανό σου χέρι στ’ όλόφλογο κεφάλι μου
Σταυρό ν’ άναχαράζει!
Καί μιά φωνή, – σάν μιά φωνή απ’ τ’ “Αγια βγαλμένη -ν’ άναπερνάει τά βάθη μου καί κεί νά με προστάζει:
-Τού σκλάβου ή έλπίδα είσαι σύ!
Κι’ ό κλήρος οου άγιασμένος!
Τό φώς αύτοϋ τοϋ καντηλιού πού στήν καρδιά σου λάμπει, μέσ’ ατών ραγιάδων τίς ψυχές κράτα το άναμμένο.
Ή Λευτεριά τοϋ Γένους μας άπ’ τήν καρδιά σου θά ’βγει!
“Αλλο δέν είπες!
Μόνο στά χέρια χούφτωσες τό παιδικό κεφάλι καί στοργικά στό μέτωπο εύχής φιλί τ’ άφήνεις!
Πώς τρέμανε τά παιδικά μου χείλη σκυφτός ως άσπαζόμουνα τ’ άγιο σου πετραχήλι!…
-“Εχω οχτώ χρόνια στό σκολειό! ’Έγινα παλικάρι!
Τό καντηλάκι τό θαμπό πώς ν’ άπολησμονήσω;
Τή σπίθα πού κρατά άναφτή, τά λόγια σου, παππούλη, τήν “Αγια Πίστη τοϋ Χριστού στά βάθη μου έχω κλείσει! Κι’ άπόψε, όπου ξεσκόλισα καί πήρα τήν εύχή σου, όλα τά πλέκω όνειρο! Κι’ όλα τά κάνω τάμα!
Γιά τοϋ Χριστού τήν Έκκλησιά καί γιά τή Μάνα ‘Ελλάδα!
Γιά νά ρθει ή Λευτεριά!…
*
Δέν πέρασαν χρόνοι πολλοί!
καί τό θαμπό καντήλι έσβήστη στό Σχολειό!
Κι άπόμεινεν ό νάρθηκας τής ’Εκκλησίας βουβός.
Ό παπα-Λιάς άπόθανε κρατώντας τό κοντύλι
σκυφτός στό μέγα χρέος,
ώς τά παιδιά ορμήνευε γιά τήν Ελευθερία!…
Θλίψη πλανιέται στό χωριό όλοϋθε! καταχνιά! μαυρίλα! Τή Σπίθα μές στή χόβολη, άχ, ποιος θά συνδαυλίσει; Μηδέ παπάς, μή δάσκαλος!…
-Μητέρα Παναγία,
τή νεκρωμένη έλπίδα τους ποιος θά τήν άναστήσει; Φούρκωσε έτουτο τόν καιρό κι’ ό Τούρκος μονομιάς! Μήτε παπά, μήτε σχολειό άφήκεν ένα-γύρω!
Άπόμεινε άτραγούδιστο τό φεγγαράκι πιά…
κι’ άποκρυμμένο καί κλειστό τού σκλάβου τό βιβλίο!
Μά, δέν φτουράει στό Γραικό ό φόβος γιά πολύ!
Τί θ’ άπογίνει; Συλλογιέται κάπου έκεϊ, μεγαλωμένο πιά τό άγόρι.
’Αστράφτει ή σκέψη κι’ ή καρδιά του!…
Νά!… ΄Ηρθε ή ώρα!…
Γιά τό μεγάλο τάμα του τραβάει στήν Έκκλησιά!…
*
Κι’ έβγήκε λόγος στό χωριό, κρυφός, χείλη μέ χείλη, πώς τό Σχολειό ξανάνοιξε τή νύχτα όπως καί πρίν!…
Καί τό ψαλτήρι άνοίχτηκε κι’ άναψε τό καντήλι!…
Κι’ όπως παλιά έπρόβαλε ξανά τό ώχρό φεγγάρι!
Καί πήραν τά σκλαβόπουλα τό δρόμο άγάλια πάλι!…
Κι’ άκοϋτε;… άνοιξε ό Νάρθηκας νά μποϋν τά χελιδόνια!… Νά ό παπάς-ό δάσκαλος! Ξανθό ένα παλικάρι!…
Τό παλιό ράσο έφόρεσε τού παπα-Λιά τό ίδιο καί Ούράνια κάλλη έλαμψαν λές όμοια στή θωριά του! Γελούν τά μάτια του όλο φώς! Τού Γένους γελά ή έλπίδα! Νά ‘Ελληνόπουλο, πού τήν κληρονομιά κρατά σέ στέρεους ώμους!…
Καί, τά μικρά σκλαβόπουλα στήν άγκαλιά του πέφτουν!
Καί, ζεΐ ή Πατρίδα!…
Σκύψε απ΄τα ουράνια γέροντα παπά, του σκλάβου Γένους, στη στάχτη η σπίθα που έκρυψες να ιδεις πως δεν εσβήστη! Έγινε φλόγα στου ραγιά τα στήθη καταλύτρα!
Σκύψε παπά μου-δάσκαλε να δεις τη Λευτεριά!…