Τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Διάλογος πού ἔγινε στό ἀρχονταρίκι μεταξύ τοῦ πατρός Νεκταρίου καί ἐπισκεπτῶν τῆς Μονῆς.
Μετά ἀπό αὐτή τήν ἐξήγηση σχετικά μέ τό πῶς ὁ ἄνθρωπος ὕστερα ἀπό τή δημιουργία του ἔχει φθάσει σήμερα ἐδῶ πού ἔχει φθάσει, ἀντιλαμβάνεστε ὅτι ἡ σωτηρία του εἶναι ἡ ἐπανένωσή του μέ τό Θεό.
Γιά νά γίνει αὐτό ὅμως, πρέπει πρῶτα νά ἔρθει “εἰς ἑαυτόν”, ὅπως ἦρθε καί ὁ ἄσωτος. Νά κατανοήσει τό λάθος του καί, ἀφοῦ τό κατανοήσει, νά μετανοήσει. Αὐτό, βλέπετε, παθαίνει ὅποιος δέν προ-νοεῖ: Μετα-νοεῖ. Γι᾿ αὐτό καί τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ὀνομάζεται μυστήριο τῆς Μετανοίας καί τῆς Ἐξομολογήσεως. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μετανοήσει, νά ἔλθει “εἰς ἑαυτόν”, νά κατανοήσει τό λάθος του καί ὕστερα νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, λέγοντας, ὅπως καί ὁ ἄσωτος, τό “ἥμαρτον”, ζητώντας συγγνώμη γιά τό μεγάλο λάθος του νά πράττει τό ἴδιον θέλημα, πού τόν ὁδήγησε στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ ἄνθρωπος τότε μόνο μένει ἑνωμένος μέ τό Θεό, ὅταν προσπαθεῖ τό θέλημά του νά ταυτίζεται μέ τό θέλημα Ἐκείνου. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει συνεχῶς νά ρωτᾶ τόν ἑαυτό του: “Αὐτό πού κάνω τό θέλει ὁ Θεός;”. Ἄν δέν τό θέλει ὁ Θεός, τότε δέν πρέπει νά τό πράξει. Γιατί, ἄν πράξει τό ἴδιον θέλημα, πάλι ἀρχίζει ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό Αὐτόν, μέ ὅλα τά δυσάρεστα ἐπακόλουθά της.
Γιά νά εἶναι, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἕνα μέ τό Θεό, ἕνα μέ τή ζωή, ἕνα μέ τό φῶς, ἕνα μέ τήν αἰωνιότητα, ἕνα μέ τή χαρά, ἕνα μέ τή δικαιοσύνη, πρέπει, ὅπως τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἔχουν μία θέληση καί γι᾿ αὐτό παραμένουν ἑνωμένα μεταξύ τους, ἔτσι κι αὐτός νά ἀποκτήσει ἕνα θέλημα, κι αὐτό νά εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄν τώρα κάποιος ἀπό σᾶς μέ ρωτήσει ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά τό γνωρίσει καί νά τό ἐφαρμόσει, θά τοῦ πῶ ὅτι εἶναι καταγεγραμμένο στήν Καινή Διαθήκη. Ὅποιος διαβάζει Καινή Διαθήκη, γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀγωνίζεται γιά τήν ἐφαρμογή του. Κι ὁ ἀγώνας αὐτός τοῦ χαρίζει ξανά τή ζωή, τό φῶς, τή χαρά, τήν αἰωνιότητα, τή δικαιοσύνη καί ὅλα τά ἀγαθά.
Τί σημαίνει καί τί εἶναι, λοιπόν, ἡ ἁμαρτία; Ἁμαρτία σημαίνει ἀστοχία. Ἀστόχησα ὡς πρός τό σκοπό μου. Σκοπός μου εἶναι ἡ ἕνωσή μου μέ τό Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μόνο ὅταν ἔχω τό ἴδιο θέλημα μέ τό θέλημά Του. Ἄρα, ὅταν ἐφαρμόζω ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό ἴδιον θέλημα, δηλαδή τό ἐγώ μου, τήν ἄποψή μου, τό θέλω μου, τό σκεπτικό μου, τότε ἁμαρτάνω, γιατί ἀστοχῶ, ἀφοῦ στόχος μου εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ θελήματός μου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μοῦ χαρίζει τήν ἀθανασία, τή ζωή καί ὅλα τά ἐπακόλουθα. Ἄρα, ἁμαρτία εἶναι ἡ ἐφαρμογή τοῦ δικοῦ μου θελήματος καί ὄχι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Διαβάζοντας τήν Καινή Διαθήκη μπορῶ πλέον νά βρῶ ὅλες τίς ἀστοχίες μου, δηλαδή τά ἁμαρτήματά μου, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ δικοῦ μου θελήματος καί ὄχι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρω ἕνα ἁπλό παράδειγμα: Εἶναι περίοδος νηστείας καί, ἐνῶ ὁ Κύριος νηστεύει σαράντα ἡμέρες κι ἐγώ καλοῦμαι νά Τόν μιμηθῶ, καθ᾿ ὅτι αὐτό εἶναι τό θέλημά Του, ἐγώ κάνω τό ἴδιον θέλημα καί νηστεύω μία μόνο ἑβδομάδα ἤ καί καθόλου. Ἄρα δέν ἔπραξα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό δικό μου. Αὐτή ἡ ἐφαρμογή τοῦ ἰδίου θελήματος μέ ὁδηγεῖ στήν αὐτονόμησή μου καί στήν ἀνεξαρτητοποίησή μου, δηλαδή στό θάνατο. Ὅπως προαναφέραμε, ἡ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων εἶναι μία: Ἡ ἐπιστροφή στό Θεό καί ἡ ἕνωσή μου μαζί Του.
Συμπερασματικά, γιά νά ἑνωθῶ μέ τό Θεό, πρέπει πρῶτα σάν τόν ἄσωτο υἱό νά ἔλθω “εἰς ἑαυτόν” (μετάνοια) καί ὕστερα νά ἐπιστρέψω, γιά νά ξαναενωθῶ μαζί Του, ἀφοῦ προηγουμένως Τοῦ ζητήσω συγγνώμη (ἐξομολόγηση).
Ὅσο ὁ Χριστός ἦταν πάνω στή γῆ, προσέτρεχαν οἱ ἄνθρωποι σ’Αὐτόν καί ὁ Ἴδιος τούς χάριζε καί τούς ἔδινε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους. Ὅταν ὅμως ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, τότε ἔδωσε αὐτό τό δικαίωμα μόνο στούς ἀποστόλους Του καί σέ κανέναν ἄλλον. Δέν τό ἔδωσε οὔτε σέ εἰκόνες, οὔτε σέ ἁπλούς ἀνθρώπους, οὔτε σέ δημάρχους, οὔτε σέ βασιλεῖς.
Αὐτός ἐπέλεξε, στούς μαθητές Του, στούς ἁγίους ἀποστόλους Του. Οἱ δέ ἀπόστολοί Του ἔδωσαν τό δικαίωμα αὐτό στούς ἐπισκόπους, οἱ ἐπίσκοποι στούς ἱερεῖς κ.ο.κ. (ἀποστολική διαδοχή).
Ἐξομολόγηση σημαίνει ἔξω ὁμολογῶ τά ἁμαρτήματά μου, τά σφάλματά μου, τό ἴδιον θέλημά μου, τό ὁποῖο δέν ἦταν ταυτόσημο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁμολογῶ ὅλα τά λάθη μου, χωρίς νά κρύψω τό παραμικρό, ἀπό τότε πού ἤμουν μικρό παιδί μέχρι σήμερα καί ζητῶ τή συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἀναγνώριση αὐτή (μετάνοια) τῶν ἁμαρτημάτων μου ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία, ἀλλά καί ὅλων τῶν λαθῶν μου, καί μέ τήν ἐξωτερική ὁμολογία μου ἐνώπιον τοῦ ἱερέα λαμβάνω ἄφεση ἁμαρτιῶν. Καθαρίζεται ὅλο τό εἶναι μου, καθαρίζεται ὅλος ὁ ψυχοσωματικός ἄνθρωπος, καί ὅ,τι καθαρίζεται ἀρχίζει καί πάλι νά λάμπει, νά φωτίζεται. Ὅ,τι φωτίζεται σημαίνει ὅτι ἑνώνεται ξανά μέ τό φῶς, μέ τήν πηγή τοῦ φωτός, μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, δηλαδή μέ τό Χριστό, τό Θεό.
Γι᾿ αὐτό καί ἡ θεολογία ὁμιλεῖ γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση. Δηλαδή: Μετάνοια-ἐξομολόγηση, λάμψη-φῶς, ἕνωση μέ τό Θεό-Θεία Κοινωνία.
Γιά νά ἑνωθεῖ ὅμως καί πάλι ὁ ἄνθρωπος μέ τό Θεό, πού εἶναι τό φῶς, πρέπει πρῶτα ὁ ἴδιος νά καθαριστεῖ καί νά λάμψει. Πρέπει νά γίνει ὁ ἴδιος φῶς, γιά νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τό Φῶς. Γιατί ἀνόμοια πράγματα δέν μποροῦν νά ἑνωθοῦν μεταξύ τους. Παραδείγματος χάριν, τό ξύλο μέ τό σίδερο εἶναι ἀνόμοια καί δέν ἑνώνονται. Τό ξύλο ὅμως μέ τό ξύλο ἑνώνεται, τό σίδερο μέ τό σίδερο ἑνώνεται. Ἔτσι καί γιά τόν ἄνθρωπο: Πρέπει νά καθαριστεῖ ὁ χιτώνας τῆς ψυχῆς του, πρέπει νά λευκανθεῖ, νά γίνει φῶς, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τό Φῶς, τό Θεό.
Μέ ρωτήσατε στήν ἀρχή ποιός λόγος ὑπάρχει καί ποιά ἀνάγκη ἔχει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξομολογεῖται. Πιστεύω τώρα, μετά ἀπό ὅλα ὅσα σᾶς ἀνέφερα, νά κατανοήσατε πλήρως γιατί πρέπει νά καθαρίζει ὁ ἄνθρωπος τό χιτώνα τῆς ψυχῆςτου.
Ἐδῶ, καλά μου ἀδέλφια, πρέπει νά σᾶς τονίσω καί πάλι ὅτι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ: Νά παραλάβει τόν ἀσθενῆ ἄνθρωπο, πού εἶναι γεμάτος πληγές (ἁμαρτήματα), καί νά τόν περιποιηθεῖ, νά τόν καθαρίσει, γιά νά λάμψει ξανά στό πρόσωπό του, τό ταλαιπωρημένο ἀπό τά πάθη κι ἀπό τά ἁμαρτήματα, ἡ εἰκόνα τοῦ Πλάστη καί Δημιουργοῦ του, ὥστε νά ἑνωθεῖ ξανά μέ τό Θεό.
Αὐτό μᾶς ἀναφέρει καί ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη πού μᾶς εἶπε ὁ Χριστός καί ἀναφέρουν τά Εὐαγγέλια. Αὐτή ἡ ἀλήθεια μαρτυρεῖται κι ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά εἰσέλθει σέ ὁποιονδήποτε ἱερό ναό. Ἡ πρώτη κίνηση πού κάνουμε μπαίνοντας μέσα στό ναό εἶναι νά πάρουμε ἀπό τό παγκάρι ἕνα σβησμένο κεράκι καί νά τό ἀνάψουμε ἀπό τό καντήλι μέ τό φῶς. Τό σβησμένο κεράκι, πού χωρίς τό φῶς εἶναι νεκρό οὐσιαστικά, συμβολίζει ἐσένα κι ἐμένα, πού εἴμαστε χωρίς φῶς, χωρίς ζωή, ἄρα δηλώνουμε ὅτι εἴμαστε νεκροί.
Ὁμολογοῦμε ὅτι μέ τήν αὐτονόμησή μας ἀπό τό Χριστό γίναμε κι ἐμεῖς σάν τόν Ἑωσφόρο, σκοτεινοί. Ὁμολογοῦμε ὅτι ζοῦμε χωρίς τό Θεό, πού εἶναι τό φῶς καί ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτό ἁπλώνουμε τό χέρι μας πρός τό καντήλι, πού περιέχει ἔλεος καί φῶς. Ἁπλώνουμε, δηλαδή, τό χέρι μας πρός τό Θεό τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης. Μέ τήν κίνηση αὐτή πού κάνουμε πρός τό καντήλι, ὁμολογοῦμε οὐσιαστικά τήν ἐπιστροφή μας στό Θεό τοῦ φωτός. Ἀνάβοντας τό κεράκι μας μέ τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, ἑνώνουμε ἐκείνη τή στιγμή τό νεκρό κερί μέ τό φῶς καί τοῦ δίνουμε ζωή. Ὁμολογοῦμε, λοιπόν, ὅτι θέλουμε κι ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι νά ἑνωθοῦμε ξανά μέ τή Ζωή, ξανά μέ τό Φῶς, ξανά δηλαδή μέ τό Θεό.
Συνεχίζεται…