Αρχιμ Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρ. Ιερέως Αρχηγείου Στόλου- Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Ο Καποδίστρια από την ημέρα της αναλήψεως των καθηκόντων του ως του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, στράφηκε προς την Εκκλησία, στην οποία ανεγνώρισε την πολύτιμη συνεισφορά Της στον Αγώνα του Έθνους, αλλά θεωρούσε απαραίτητη και πολύ ουσιαστική την προσφορά Της και τώρα, στα πρώτα βήματα του ταλαιπωρημένου αυτού λαού, που ήθελε πραγματική στήριξη και βοήθεια, προκειμένου να μπορέσει να μεγαλουργήσει όπως και στο παρελθόν.
Η πνευματικότητα του Καποδίστρια, η λιτότητα του βίου του, η μέριμνά του για τον λαό και ο σεβασμός του προς τον κλήρο, τον έκανε να αποστείλει στις 18 Δεκεμβρίου 1829, μια Εγκύκλιο προς τους Μητροπολίτες και Επισκόπους της επικράτειας, με την οποία τους παρακαλεί, να μεριμνήσουν για την μόρφωση του ιερού κλήρου, για την καλλιέργεια των αρετών αυτών, για την ανάγκη ιδρύσεως εκκλησιαστικού σχολείου, προκειμένου οι μέλλοντες κληρικοί να είναι όπως ο ίδιος αναφέρει «εις τον λαόν διδάσκαλοι της αρετής με τον λόγον και των καλών έργων εισηγηταί με το πρακτικόν παράδειγμα. Αλλά τοιούτοι είναι αδύνατον να αποβώσιν, εάν δεν λάβωσι και παιδείαν αρμόζουσαν και άσκησιν μακράν υπό την οδηγίαν εναρέτων και πεπαιδευμένων την ιεράν παιδείαν διδασκάλων και υπό την άγρυπνον επιμέλειαν της κυβερνητικής του έθνους αρχής».
Ο πόθος αυτός το Κυβερνήτη, να ιδρυθεί εκκλησιαστικό σχολείο, πραγματο- ποιήθηκε στο νησί του Πόρου, στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής και άρχισε να λειτουργεί όπως αναφέρεται «μετά πάσης επισημότητος την 30ην Οκτωβρίου 1830 επί Μητροπολίτου Αιγίνης, Ύδρας και Πόρου Γερασίμου και Επισκόπου Δαμαλών Ιωνά». Τα μαθήματα τα οποία διδάσκονταν οι πρώτοι μαθητές αυτού του σχολείου ήταν, η ελληνική γλώσσα, η ιερά κατήχησις, ιστορία, λογική, ρητορική, εξήγηση των θείων Γραφών, δογματική, θεολογία και διδασκαλία εκκλησιαστικών κανόνων. Διδάσκαλοι ορίστηκαν δυο αγιορείτες, οι οποίοι κλήθηκαν από τον ίδιο τον Καποδίστρια, για να διδάξουν στο εν λόγω σχολείο και ήταν ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος Δενδρινός από την Ιθάκη και ο ιερομόναχος Βενέδικτος Ρώσος, από την Σύμη.
Βεβαίως πριν την ίδρυση του εκκλησιαστικού σχολείου στον Πόρο, ο Καποδίστριας την 1η Ιουλίου 1828, ίδρυσε την πρώτη Ελληνική Σχολή των Ευελπίδων στο Ναύπλιο, όπου γίνονταν δεκτοί οι άριστοι μαθητές και όχι μό- νο τα παιδιά των αριστοκρατικών οικογενειών. Στην εν λόγω Σχολή, ο Καπο- δίστρια μερίμνησε και προέβλεψε μεταξύ των λοιπών Αξιωματικών και θέση
μονίμου Ιερέως, όπως αυτό φαίνεται σε άρθρο του πρώτου σχεδίου του οργανισμού της Σχολής, κάνοντας επίσης και αναφορά για τον μηνιαίο μισθό του. Μέριμνα της Σχολής μεταξύ των άλλων εφοδίων των οποίων παρείχε στους μαθητές ήταν η θρησκευτική διαπαιδαγώγηση τους όπου περιελάμβανε καθημερινή προσευχή, εκκλησιασμό κατά τις Κυριακές και μεγάλες εορτές, τήρηση της νηστείας, της ιεράς εξομολογήσεως και της Θείας Μεταλήψεως. Από το 1830 μεταξύ των λοιπών μαθημάτων που διδάσκονταν οι Ευέλπιδες, ήταν το μάθημα των Θρησκευτικών και η Εκκλησιαστική Ιστορία.
Αξιοσημείωτη είναι μια επιστολή την οποίαν αποστέλλει στις 28 Φεβρουαρίου 1829, με την οποία αφ’ ενός μεν διορίζει έναν Στρατιωτικό Ιερέα ως υπεύθυνο στο τακτικό σώμα, αφ’ ετέρου δε καταθέτει τις σκέψεις του σχετικά με το έργο και την πνευματική αποστολή την οποία έχει να επιτελέσει ως υπεύθυνος Ιερέας σε ένα συγκροτημένο σώμα, όπου με το παράδειγμα και το λόγο του, θα καθοδηγήσει και θα βοηθήσει στην εμπέδωση των αληθειών της πίστεώς μας και την τήρηση των Ιερών Κανόνων, σε θέματα που άπτονται της πνευματικής προόδου και προκοπής.
Σε αυτό το σημείο, θα μεταφέρουμε ακριβώς το κείμενο της επιστολής, για να δούμε ότι όλα αυτά τα οποία γράφει, αποτελούν πρωτίστως καρπό του δικού του πνευματικού αγώνα, ενός αγώνα που τον βοήθησε σε όλες εκείνες τις μάχες που έδινε καθημερινά στο πολυεύθυνο και δύσκολο έργο το οποίο είχε επωμισθεί και ήθελε να το φέρει εις πέρας. Λέει λοιπόν απευθυνόμενος προς τον Στρατιωτικό Ιερέα «οι νυν εν Ναυπλίω εφεδρεύοντες θέλουσιν εκπληρώσιν, κατά την ενεστώσαν Τεσσαρακοστήν τα χρέη της ιεράς ημών πίστεως, τα της εξομολογήσεως, λέγω και μεταλήψεως, εν οις και θέλετε τοις δώση πάσαν την πνεματικήν υμών βοήθειαν και παράστασιν συμπαραινούντες ως πατήρ εις την στρατιωτικήν νεολαίαν την προς την πατρίδα πίσιν και το επιεικές της διαγωγής. Πόσας ημέρας θέλουσιν νηστεύση θέλετε το ορίση μετά της γνώμης του αρχιερέως. Ημείς δε φρονούμεν ότι αρκεί να νηστεύσωσιν μόνον την πρώτην και τελευταίαν εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, έτι δε και την εβδομάδα καθ΄ην κοινωνήσουσι και τας Τετράδας και Παρασκευάς. Να πληροφορηθήτε προσέτι αν συνηθίζωσιν να κάμνωσι καθ’ εκάστην την προσευχήν των και αν όχι να τους διδάξετε να τη ν κάμνωσι. Κατόπιν δε θέλομεν φροντίση να εισάξωμεν βαθμιαίως την ανάγνωσιν των προσευχών εν βιβλίοις τα οποία θέλομεν να σας δώση να διανείμετε εις τους στρατιώτας».
Όμως ο Καποδίστριας δεν έμεινε μόνο στην τοποθέτηση Στρατιωτικού Ιερέως στη Σχολή Ευελπίδων, προχώρησε στις 18 Μαΐου 1831 και στην ίδρυση ειδικού σχολείου «αλληλοδιδακτικόν δια τους Αξιωματικούς και στρατιώτας του Τυπικού Σώματος», την διεύθυνση την οποίαν ανέθεσε στο Στρατιωτικό Ιερέα Νικηφόρο Ρωμανίδη. Ο Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος υπηρέτησε ποιμαντικά ως Στρατιωτικός Ιερέας για 50 και πλέον έτη, από το 1821 έως το 1872, σε διάφορες θέσεις, με σπουδαία εθνική δράση σε όλες τις περιόδους του νεότερου Ελληνικού Έθνους. Υπηρέτησε κατά την Ελληνική επανάσταση με τον Στρατηγό Υψηλάντη και με τον Ναύαρχο Μιαούλη στο Ναυτικό. Επομένως ο Καποδίστριας δεν τον επέλεξε τυχαία στην ανωτέρω θέση, αναγνωρίζοντας την συμβολή του στον αγώνα. Ο ίδιος ο Ρωμανίδης το
1872, μετά από πλούσια και καρποφόρα ποιμαντική δραστηριότητα και προσφορά στο στράτευμα, αναγνωρίζοντας του τόσο η πολιτεία, όσο και η Εκκλησία, κατόπιν αιτήσεως του τίθεται σε αποστρατεία, ενώ το 1877 απεβίωσε.
Ο Νικηφόρος Ρωμανίδης, είναι ένας από τους πολλούς Στρατιωτικούς Ιερείς, που προσελήφθησαν κατά την εποχή του Καποδίστρια και διακόνησαν με αυταπάρνηση και υπερβάλλοντα ζήλο το στράτευμα. Η προσφορά τους έγκειτο στην αγάπη αυτού που έκαναν, στο θυσιαστικό και ιεραποστολικό φρόνημα που είχαν, αλλά και στην ανάγκη, οι νέοι να έχουν φρόνημα υψηλό και ηθικό ανάλογο των περιστάσεων, προκειμένου να φανούν αντάξιοι των περιστάσεων και άξιοι συνεχιστές των προγόνων τους, που αγωνίστηκαν «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Οι Ιερείς του στρατεύματος, προβάλλοντας το Σταυρό του Χριστού, κηρύττοντας το Λόγο και την αγάπη Του, προσέφεραν όλα εκείνα τα εφόδια τα οποία χρειάζονταν οι Αξιωματικοί και στρατιώτες να έχουν καλά στο μυαλό τους μα πάνω από όλα στην καρδιά τους, για να μπορούν ανά πάσα στιγμή, να είναι έτοιμοι να δώσουν την οποιαδήποτε μάχη, σε οποιοδήποτε πεδίο μάχης και να νικήσουν και να μην επιτρέψουν ποτέ την οποιαδήποτε σκλαβιά και υποδούλωση.
Οι Στρατιωτικοί Ιερείς της περιόδου μετά την επανάσταση, δεν εφησύχασαν και δεν επαναπαύτηκαν στην ελευθερία την οποία απέκτησαν και η οποία δεν είχε σταθεροποιηθεί, αφού ο εχθρός δεν σταμάτησε να επιτίθεται και να συνεχίζει να πολεμά, για να επαναφέρει τους Έλληνες κάτω από το ζυγό. Με τόλμη προχωρούσαν μπροστά, έχοντας μπροστά στα μάτια τους εκείνους τους ρασοφόρους, που σε εκείνα τα μαύρα και σκοτεινά χρόνια, κατά τη διάρκεια των μαχών, βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό ή τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και με ενθουσιαστικούς λόγους, εμψύχωναν τους αγωνιστές και τους κοινωνούσαν, προσφέροντας τους, το εφόδιο της ζωής, προκειμένου να χαρίσουν τη ζωή στην χιλιοβασανισμένη Ελλάδα.
Ο απροσδόκητος χαμός του Καποδίστρια με τη δολοφονία του στο Ναύπλιο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, σταμάτησε πολλά πράγματα τα οποία είχε ονειρευτεί και ποθούσε να εφαρμόσει για το καλό αυτού του τόπου. Η δολοφονία του, σταμάτησε κάθε προσπάθεια που θα βελτίωνε σε κάθε επίπεδο τη ζωή των ελεύθερων Ελλήνων, που εκείνη την περίοδο, είχαν ανάγκη από ανθρώπους ειλικρινείς, ανιδιοτελείς, πατριώτες, χριστιανούς, ανθρώπους που δεν κοίταζαν το προσωπικό τους συμφέρον και την προβολή, αλλά το να ξεπεραστεί κάθε κρίση οποιασδήποτε μορφής που θα ταλάνιζε την Ελλάδα, μέσα σε εκείνη την πολύ νεφελώδη περίοδο. Η προσφορά του Καποδίστρια στη Θρησκευτική Υπηρεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, ήταν πάρα πολύ ουσιαστική, αφού αυτός έθεσε τις βάσεις, για να μπορεί μέχρι και σήμερα να υφίσταται η Υπηρεσία και ο θεσμός αυτός και για να μπορούμε εμείς σήμερα να κινούμαστε και να προσφέρουμε στους στρατευμένους μας, λόγο και αγάπη Χριστού.
Συνεχίζεται {3}