Ο επόμενος λόγος του εν αγίοις Πατρός ημών Σωφρονίου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εις την Ύψωσιν του Τιμίου Σταυρού και εις την Αγίαν Ανάστασιν αποτελεί μίαν αρχαίαν και αυθεντικήν μαρτυρίαν περί της πρωίμου τιμής του Τιμίου Σταυρού και της εορτής της Υψώσεώς του, όταν ακόμη ο εν λόγω εορτασμός ήτο αρρήκτως συνδεδεμένος με την επέτειον των Εγκαινίων του Ναού της Αναστάσεως και κατ’ ουσίαν δεν απετέλει ειμή την δευτέραν ημέραν της μεγάλης εκείνης πανηγύρεως. Ως εκ του περιεχομένου του μάλιστα ο λόγος αρμόζει ιδιαιτέρως εις την 13ην Σεπτεμβρίου, παραμονήν της εορτής της Υψώσεως.
Η ατμόσφαιρα εντός της οποίας εξεφωνήθη ήτο ιδιαιτέρως φορτισμένη από συγκίνησιν λόγω των προηγηθέντων δραματικών γεγονότων: Προ είκοσι περίπου ετών (το 614 μ.Χ.) οι Πέρσαι είχον κυριεύσει την Ιεράν Πόλιν επιφέροντες διπλήν την καταστροφήν, κατεδαφίσαντες τον Ναόν της Αναστάσεως, ο οποίος είχεν ιδρυθή υπό του Μ. Κωνσταντίνου, και απαγαγόντες τον Τίμιον Σταυρόν. Αλλ’ ο μεν Ναός ανηγέρθη εκ νέου υπό του αγίου Μοδέστου το 626 μ.Χ., ο δε Τίμιος Σταυρός επανέκαμψε διά του στρατηλάτου αυτοκράτορος Ηρακλείου το 628 μ.Χ., ο οποίος και ώψωσεν αυτόν εκ νέου κατά την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, λαβούσης ούτω της εορτής νέαν αίγλην και συν τη παρόδω του χρόνου αυτοτέλειαν έναντι εκείνης των Εγκαινίων του Ναού.
Κατά τα αμέσως επόμενα έτη, ήτοι περί το 634 μ.Χ., εξεφωνήθη και ο παρών λόγος του αγίου Σωφρονίου, πλήρης πηγαίου αυθορμητισμού και ευφροσύνης. Η ζωντανή αυτή μαρτυρία περί του επισημοτάτου εορτασμού της Υψώσεως καθίσταται συνάμα και τραγική, εάν αναλογισθούμε ότι μετά δύο ή τρία έτη (το 637 μ.Χ.) τα Ιεροσόλυμα θα περιπέσουν και πάλιν εις βαρβάρους χείρας, αυτήν την φοράν των Αράβων.
Ιω.μ.