Αρχιμ Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρ. Ιερέως Αρχηγείου Στόλου- Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η Εκκλησία μας κατά τη διάρκεια του Αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, προσέφερε τα πάντα, προκειμένου η χώρα αυτή, να κερδίσει την χαμένη της ελευθερία, να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας του πνεύματος, να διακηρύξει τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν ένα ελεύθερο και ανεξάρτητο λαό, που θέλει να σταθεί στα πόδια του, προσφέροντας και πάλι το φως, τη γνώση, τη δημοκρατία και όλες εκείνες τις αρετές, που χαρακτηρίζουν ένα έθνος που θέλει την πρόοδο και την ευημερία.
Έτσι λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία κατ’ εκείνους τους δύσκολους χρόνους της σκλαβιάς, πρωτοστατεί αφ’ ενός μεν στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος μέσα από την καλλιέργεια της γλώσσας, της πίστεως της παραδόσεως και της ιστορίας μας, αφ’ ετέρου δε στους απελευθερωτικούς μας αγώνες, αναγράφοντας δίπλα στα ονόματα των ενδόξων ηρώων και αγωνιστών μας, ονόματα αξίων λειτουργών των μυστηρίων του Θεού, αλλά και του ευαγγελισμού της ελευθερίας του ανθρώπου που αγωνίστηκαν με απαράμιλλο θάρρος και ηρωισμό.
Στα «Απομνημονεύματα» του Μακρυγιάννη, αυτός ο μεγάλος άνδρας και στρατηγός, μετά την διάλυση των μοναστηριών από τους Βαυαρούς Αντιβασιλείς, έγραψε τα εξής: «Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καημένοι οι καλόγεροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα στους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της επανάστασής μας. Ότι ήταν εκεί και οι τζεμπιχανέδες μας (δηλ. οι πυριτιδαποθήκες) κι όλα τʼ αναγκαία του πολέμου, ότʼ ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καημένοι οι καλογέροι, και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα.»
Επίσης κατά τον Φωτάκο, πρώτο υπασπιστή και γραμματικό του Κολοκοτρώνη μας αναφέρει τα εξής: «πρώτος ο κλήρος εφάνη εις τον αγώνα με τον σταυρόν και με την σπάθην εις τας χείρας δια να σώση το πλανημένον ποίμνιον και οδηγήση αυτό εις την ελευθερίαν του φυσικώς, πολιτικώς και θρησκευτικώς· αυτός εφύλαξε τα γράμματα και την γλώσσαν.» Σε άλλο επίσης σημείο του Φωτάκου διαβάζουμε: «Ευτυχισμένη ήτον η ημέρα της επαναστάσεως, διότι και τότε, και προ χρόνων ακόμη το Έθνος είχε και τον θεόπεμπτον και σεβάσμιον κλήρον ως οδηγόν του. Οι λειτουργοί ούτοι του αληθινού Θεού του Υψίστου φρόντισαν και ητοίμασαν το Έθνος των δια να επαναστατήση, ν ἀλλάξῃ τον δεσπότην της δουλείας του, τον κατακτητήν των εθνικών του δικαιωμάτων […], ότι άνευ τούτων δεν είναι πλέον δυνατόν να υπάρξωμεν. Εσυμβούλευσε τους αληθείς Χριστιανούς, τους ευλόγησεν, αγίασε τα όπλα των δημοσίως, και ύψωσε την σημαίαν του σταυρού και του Έθνους. Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργον του πολέμου να παρευρίσκεται παντού εις τα στρατόπεδα και εις τα φροντιστήρια δια να ετοιμάζη τα πολεμοφόδια, και τας τροφάς, όχι μόνον δι ἰδίων εξόδων και θυσιών, αλλά και με τα ίδιά του χέρια, άλλοι δε εξ αυτών να πολεμούν τον εχθρόν της πίστεως και της πατρίδος μαζύ με τους στρατιώτας, και άλλοι πάλιν να στέκωνται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθειαν δια να ενισχύση τον στρατόν του.»
Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά για να καταλάβουμε πόσο σπουδαία ήταν η προσφορά της Εκκλησίας μας σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο. Ο κατάλογος ονομάτων γνωστών και επωνύμων κληρικών και μοναχών, που αγωνίστηκαν την περίοδο εκείνη είναι μεγάλος. Μεγαλύτερος όμως είναι ο αριθμός εκείνος των ρασοφόρων, που το όνομά τους δεν γράφτηκε πουθενά, ξεχάστηκε μέσα στην πληθώρα των αγωνιστών και στο διάβα των αιώνων, όμως οι ίδιοι με το αίμα τους έγραψαν το όνομα τους στο βιβλίο της αιωνιότητας, στο βιβλίο του ουρανού. Έτσι θα αναφέρουμε ορισμένους, μέσα από εκείνη τη χορεία των επωνύμων και ανωνύμων κληρικών και μοναχών, οι οποίοι τίμησαν το αιματοβαμμένο ράσο τους και προσέφεραν ακόμα και την ίδια τους την ζωή για της πατρίδος την ελευθερία, όπως τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, τον Σαμουήλ στο Κούγκι, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Σαλώνων Ησαΐα, τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο, τον Άγιο Σεραφείμ Επίσκοπο Φαναρίου, τον Παπαφλέσσα, τον Επίσκοπο Χίου Πλάτωνα, τον Κρήτης Γεράσιμο, τον Κυδωνίας Καλλίνικο, τον Κισάμου Μελχισεδέκ, καθώς επίσης και τους Νεομάρτυρες.
Την περίοδο των απελευθερωτικών αγώνων, οι κληρικοί που αγωνίστηκαν και προσέφεραν στον αγώνα αυτό, δεν συγκαταλέγονται στους Στρατιωτικούς Ιερείς, ούτε και μπορούμε να τους αποδώσουμε έναν τέτοιο τίτλο ή να τους εντάξουμε σε αυτή την κατηγορία, διότι τότε δεν υπήρχε το σώμα αυτό, δεν υπήρχε συγκροτημένο και ελεύθερο κράτος που θα μεριμνούσε για τη δημιουργία ενός τέτοιου θεσμού και οι προτεραιότητες της εποχής εκείνης ήταν άλλες, όπου ο κάθε ένας καλείτο να προσφέρει ότι μπορούσε για το καλό αυτού του τόπου, για την ελευθερία και ανεξαρτησία του.
Η θεσμοθέτηση των Στρατιωτικών Ιερέων ανάγεται στην Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821 – 16 Ιανουαρίου 1822). Με το ψήφισμα της Επιδαύρου, ο Ιερέας εντάσσεται μέσα στο επιτελείο, μαζί με τον ιατρό, τον χειρούργο, τον φροντιστή, τρεις υπασπιστές και δύο γραμματείς, καθορίζο- ντας παράλληλα και τον μηνιαίο μισθό του. Στην πρώτη αναλυτική καταγραφή των Αξιωματικών ενός Συντάγματος Πεζικού, γίνεται αναφορά μεταξύ των άλλων, σε έναν Ιερέα ονόματι Νικόλαο, χωρίς να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες, παρά μόνο ως ημερομηνία άφιξης μαζί με των λοιπών γενικών Αξιωματικών όπως χαρακτηρίζονται, στις 3 Ιανουαρίου 1822. Η κατάσταση αυτή υπογράφεται από το Μινίστρο των Εσωτερικών και προσωρινό Μινίστρο του Πολέμου, Ιωάννη Κωλέτη, στην Κόρινθο, στις 21 Απριλίου 1822.
Σε έγγραφο του Υπουργείου Θρησκείας, αποστέλλεται αναφορά του ιερομονάχου Αμβροσίου Σινα̈́τη, που ζητά την έγκριση αποστολής του ως Στρατιωτικού Ιερέως στην Ανατολική Ελλάδα και το οποίο το υπογράφει την 1η Μαρτίου 1822, ο Μινίστρος των Θρησκευτικών, ο Ανδρούσης Ιωσήφ. Ένα χρόνο μετά, σε έγγραφο του Υπουργείου Πολέμου προς το Εκτελεστικό Σώμα αποστέλλεται αναφορά του Ιερέως Γεωργίου Περθωριώτου, «ικετεύοντος συνδρομήν παρά της Διοικήσεως, δια να ψωμίση τους επ’ αυτόν οικιακούς.», τονίζοντας την πολύτιμη συνεισφορά του στον αγώνα της πατρίδας, με την πρόταση, «σκεφθείσα κατ’ αυτόν, ίσως τον διορίση με βαθμόν ανάλογον υπό την οδηγίαν του χιλιάρχου Αλεξίου». Το έγγραφο αυτό υπογράφεται υπό των Υπουργών Πολέμου, « Εν Τριπολιτζά τη 26 Μαΐου 1823».
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα και την ανάληψη των καθηκό- ντων του, ως του πρώτου Κυβερνήτη, έχουμε ποιό συστηματική και οργανωμένη την παρουσία των Ιερέων μέσα στο στράτευμα με την ιδιότητα του στρατιωτικού, κάτι το οποίο το θεωρούσε απαραίτητο και με ιδιαίτερη ευεργετική παρουσία, ιδιαίτερα σε εκείνη την περίοδο που το κράτος, που η Ελλάδα, άρχιζε να κτίζεται εξ΄ αρχής, μετά την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Η ευλάβεια του Καποδίστρια είναι αναμφισβήτητα ομολογουμένη και φαίνεται όχι μόνο στα λόγια του, αλλά και στις ενέργειές του, που φανερώνουν έναν άνθρωπο με πίστη στο Θεό και με ιδιαίτερη προσήλωση στην Ιερά Παράδοση και στους Ιερούς Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Μία ενδεικτική αναφορά από τα πρακτικά της Δ΄ Εθνικής Συνελεύσεως των Ελλήνων στο Άργος, στις 11 Ιουλίου 1829, που θα μας επιβεβαιώσει τα ανωτέρω, σχετικά με την πίστη και προσήλωση του Καποδίστρια στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, θα μας βοηθήσει στο να δούμε και να καταλάβουμε στη συνέχεια, κινήσεις του Κυβερνήτη, σχετικά με την παρουσία και δράση των Στρατιωτικών Ιερέων. Ο Καποδίστριας πριν την έναρξη των συνεδριά- σεων της Δ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, μαζί με τους λοιπούς πληρεξουσίους, συγκεντρώθηκαν στον Ναό της Παναγίας, όπου τελέστηκε η Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του αρχιερέως Ηλιουπόλεως. Μετά όπως αναφέρεται στα πρακτικά «ο γηραιότερος των αντιπροσώπων κύριος Γεώργιος Σισίνης και οι λοιποί πληρεξούσιοι επανέλαβον τρις τον ακόλουθον όρκον, εκφωνούμενον παρά του αρχιερέως ꞉ (Ορκίζομαι, εν ονόματι της Αγίας Τριάδος και της πατρίδος, μήτε να προβάλω, μήτε να ψηφίσω τι εναντίον των συμφερόντων του έθνους, κινούμενος από ιδιοτέλειαν ή πάθος, να μην αποβλέπω εις πρόσωπον και να μην παραβλέπω το νόμιμον και το δίκαιον). Μετά στο χώρο που συνεδρίασαν, ο γραμματέας της Επικρατείας, διάβασε την έκθεση των κυβερνητικών πράξεων αφ’ ότου ανέλαβε τα ηνία του Έθνους. Λέει λοιπόν ꞉ «Ας δοξάσωμεν ολοψύχως τον Ύψιστον Θεόν. Ας ευλογήσωμεν το άγιον Αυτού όνομα…. ο Θεός δεν θέλει να μας εγκαταλείψει. Η ευσπλαχνία του δια θαυμάτων έσωσε την Ελλάδα. Ας είμεθα άρα ενδομύχως πεπεισμένοι, ότι δεν εθαυματούργησε ματαίως.»
Η θρησκευτική πίστη του Καποδίστρια, που δεν ήταν ένα επιφανειακό φαινόμενο, αλλά ήταν ένα βίωμα εσωτερικό, βαθιά ριζωμένο, τον οδήγησε στο να βοηθήσει την ανάπτυξη αυτού του θεσμού, προσβλέποντας σε θετικά αποτελέσματα, μέσα από τη θρησκευτική αγωγή του Έθνους και δη των νέων ανθρώπων, μέσα από την ιερά κατήχηση και της διδασκαλίας του Ευαγγελίου που δεν θα αποσκοπούσε απλώς στη βελτίωση των βιοτικών αναγκών και συνθηκών, αλλά στην πνευματική τελειότητα και προκοπή. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Καποδίστρια σαν ένα διάκονο της Εκκλησίας μέσα στο χώρο της πολιτικής, αλλά και θεμελιωτή πολλών θεσμών, μεταξύ και του θεσμού των Στρατιωτικών Ιερέων, που λειτουργεί μέχρι σήμερα, έχοντας προσφέρει πολλά, μέσα από την αυτοθυσία και προσφορά των αξίων Ιερέων, που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται πολλές φορές κάτω από αντίξοες συνθήκες, κηρύττοντας τη σωτηρία και τον αγιασμό.