(1857 -1860, Ι΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζουμε με τη χάρη του Θεού και με τα στοιχεία τα οποία έχουμε στη διάθεση μας, μέσα από την έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), την συνοδοιπορία μας με τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου 1857-1860. Σε αυτό το ταξίδι, οι Ιερείς των ετών που παρουσιάζουμε μέσα από τις απλές τους αναφορές, έρχονται να μας διαφωτίσουν για το γενικότερο κλίμα το οποίο επικρατούσε την εποχή εκείνη και μέσα από την ευρύτερη μελέτη της ιστορίας, να γνωρίσουμε και κάποια πράγματα τα οποία δεν είναι και τόσο γνωστά στο ευρύτερο κοινό.
Στις 15 Ιουλίου 1857, ο Ιερέας Αντωνόπουλος, απευθυνόμενος στο Φρουραρχείο της Ναυπλίας, αναφέρει ότι από τις αρχές Μαρτίου του έτους εκείνου, εξυπηρετούσε και τη Φρουρά του Παλαμηδίου. Στην αναφορά του αυτή τόνιζε ότι εκεί, υπήρχαν δύο άλλοι Ιερείς, ο Παναγιώτης Αγαπάκης και ο Β. Λάσκαρης, οι οποίοι εξυπηρετούσαν παράλληλα με τα καθήκοντά τους στο στράτευμα και ενορίες της περιοχής.
Ζητά καταρχήν η αναφορά του αυτή να διαβιβαστεί προς το Υπουργείο, προκειμένου να τον εξαιρέσει από την Φρουρά του Παλαμηδίου και στη συνέχεια, να διατάξει έναν εκ των δύο προαναφερομένων κληρικών, να αναλάβει την εν λόγω θρησκευτική υπηρεσία στο Παλαμήδι. Η αναφορά αυτή, όπως συμβαίνει πάντοτε, διαβιβάστηκε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αλλά δεν βρήκαμε κάποια απάντηση επί του θέματος.
Ένα μήνα νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 25 Ιουνίου 1857, πριν την ανωτέρω αναφορά, ο 3ος Λόχος του 1ου Τάγματος, απευθύνεται με υπηρεσιακό του έγγραφο προς το Σύνταγμα που ανήκε και βρισκόταν στο Μεσολόγγι και ζητούσε να διοριστεί κάποιος Ιερέας από την ευρύτερη περιοχή, προκειμένου να εκτελεί τα θρησκευτικά καθήκοντα του Λόχου, αλλά και να καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των ασθενών, που βρίσκονταν στο εκεί θεραπευτήριο.
Λαμβάνοντας το έγγραφο αυτό το Σύνταγμα, το επιστρέφει πίσω, ζητώντας να προσδιορίσουν το χρηματικό ποσό το οποίο ζητούσαν, για τον Ιερέα. Ο Λόχος εκ νέου απευθύνεται στο προϊστάμενο κλιμάκιο του και αναφέρει ότι η χρηματική αντιμισθία την οποία προτίθετο να προσφέρουν στον Ιερέα της περιοχής, ήταν δέκα δραχμές. Μετά την τοποθέτηση αυτή, το Σύνταγμα, συντάσσει έγγραφο με το οποίο διαβιβάζει το αίτημα του Λόχου, τονίζοντας την αναγκαιότητα της συνεχούς παρουσίας του Ιερέως στο θεραπευτήριο, κοντά στους ασθενείς.
Είναι πολύ σημαντική η συμβολή και παρουσία του Ιερέως σε ένα Νοσηλευτικό Ίδρυμα. Θα έχουμε την δυνατότητα στην πορεία μας, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και των στοιχείων που διαθέτουμε, να δούμε και να παρουσιάσουμε πτυχές του ποιμαντικού έργου και της ανιδιοτελούς προσφοράς και διακονίας των Στρατιωτικών Ιερέων στα Νοσοκομεία μας, τόσο σε καιρό ειρήνης, όσο και σε καιρό πολέμου, από το παρελθόν μέχρι και στις ημέρες μας.
Οι ιεροπρεπείς μορφές τους, η ανδρεία, το θάρρος, η τόλμη, η γενναιότητα, η αποφασιστικότητα, μα πάνω από όλα η πίστη τους στο Θεό και η αγάπη τους στον άνθρωπο, τους έκαναν να ξεπερνούν χωρίς υπερβολές τον εαυτό τους, να ξεχωρίζουν και να αποτελούν ένα πραγματικό στήριγμα, στους ανθρώπους εκείνους που πονούσαν και υπέφεραν σωματικά και ψυχικά. Προσπαθούν να σταθούν δίπλα σε όλους εκείνους, που δίνουν καθημερινά άνισες μάχες, προκειμένου να κρατηθούν με αξιοπρέπεια στη ζωή και να απολαύσουν αυτό το μεγάλο δώρο του Δημιουργού, και αφού ξεπεράσουν τον κίνδυνο, να επουλώσουν τα τραύματα και τις πληγές τους. Στέκονται παράλληλα με τους γιατρούς, που προσφέρουν την βοήθειά τους στους ασθενείς, σαν ανάμενες λαμπάδες, που λιώνουν, μεταφέροντας τις προσευχές και τα αιτήματα/α τους στον Θεό.
Αυτά όσο και αν τα αναφέρουμε, όσο και αν τα παρουσιάζουμε, δεν πρόκειται να τα καταλάβουμε αν δεν τα ζήσουμε. Όσοι όμως βρέθηκαν στο κρεβάτι του πόνου ή στο προσκέφαλο κάποιου ασθενή, μπορούν να μαρτυρήσουν για την ουσιαστική και μοναδική προσφορά του Ιερέως, μέσα σε έναν χώρο, που κυριαρχεί ο πόνος. Όποιος έχει υπηρετήσει σε ένα Νοσοκομείο σαν ιατρός, σαν νοσηλευτής, μπορεί να μαρτυρήσει και να καταθέσει και αυτός, αυτή την αλλιώτικη παρουσία του Ιερέως, που δίνει ελπίδα, όταν οι άλλοι την έχουν ξεγράψει. Που δίνει φως, όταν οι άλλοι έχουν σβήσει και το πιο μικρό κεράκι, που μπορεί να φωτίζει το χλομιασμένο και αδυνατισμένο πρόσωπο. Που ενώ φοράει τα μαύρα ράσα, κηρύττει την ανάσταση που χρειάζεται ο άνθρωπος που πονάει και τον βοηθά να κατέβει νικητής από τον Γολγοθά της ασθενείας.
Τέλος εάν ρωτήσεις και έναν Ιερέα, που έχει περάσει το κατώφλι του Νοσοκομείου και έχει προσφέρει την διακονία του εκεί, θα διαπιστώσεις ότι τα βιώματα και τα διδάγματα τα οποία έχει πάρει, τον έχουν κάνει ακόμα πιο δυνατό και έχουν τονώσει ακόμα περισσότερο την πίστη του, ώστε να προχωρά με θάρρος στο έργο και στην αποστολή του, χωρίς να σκύβει το κεφάλι του, χωρίς να φοβάται τις απειλές των κρατούντων και χωρίς να σκέφτεται για την ζωή, διότι την έχει εναποθέσει στα χέρια του Θεού και πλάστη.
Επομένως οι λέξεις και οι περιγραφές, μέσα σε ένα άψυχο υπηρεσιακό έγγραφο, δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν την πραγματικότητα, αλλά και την αναγκαιότητα την παρουσίας του ιερέως στο θεραπευτήριο εκείνη την εποχή. Το Υπουργείο το έλαβε το έγγραφο αυτό, αλλά το έθεσε στο αρχείο. Το θέμα τέθηκε στο αρχείο, διότι οι άνθρωποι του Υπουργείου, από τις καρέκλες στις οποίες κάθονταν και αποφαίνονταν επί παντός πράγματος, δεν μπορούσαν να δουν πίσω από τις άψυχες λέξεις, τα πρόσωπα εκείνα των ανθρώπων που κατά καιρούς πονούσαν και υπέφεραν. Οι λέξεις ήταν φτωχές, λίγες και μικρές, για να αποτυπώσουν το μεγαλείο της προσφοράς του Ιερέως σε εκείνο το θεραπευτήριο, που δεν υπολογιζόταν και δεν άξιζε δέκα δραχμές, αλλά μετριόταν και ζύγιζε, με τα χαμόγελα των ανθρώπων, που ανέπνεαν τον αέρα της ελπίδας και της αισιοδοξίας, μέσα από την παρουσία και την επίσκεψη του Θεού, ακόμα και μέσα από την ασθένεια.
Στο προηγούμενο άρθρο μας, είχαμε αναφέρει τις περιπτώσεις Στρατιωτικών Ιερέων, που είχαν καταθέσει αναφορές με τις οποίες ζητούσαν, να τους χορηγηθεί το έκτακτο επίδομα, το οποίο είχε χορηγηθεί και είχαν λάβει οι λοιποί Αξιωματικοί. Είχαμε γράψει ότι είχαμε τελειώσει με αυτό το θέμα, γιατί ο φάκελος ο οποίος είχε τις εν λόγω αναφορές δεν είχε κάτι άλλο μέσα. Προχωρώντας όμως την έρευνα μας, συναντήσαμε μια νέα αναφορά από τον Ιερέα του 2ου τάγματος των Ακροβολιστών στην Χαλκίδα, την οποία απέστειλε προς την Διοίκησή του.
Ο εν λόγω Ιερέας ζητούσε να του χορηγηθεί αυτό το έκτακτο επίδομα, επικαλούμενος και το άρθρο 40, του κανονισμού της εσωτερικής υπηρεσίας, όπου ο Στρατιωτικός Ιερέας είναι «εφάμιλλος του βαθμού με τον υπολοχαγό». Συνεχίζει αναφέροντας στην αναφορά του, ότι εισπράττει τις δέουσες τιμές λόγω του σχήματος που φέρει και του θεσμού που εκπροσωπεί, λαμβάνει μέρος στις συναθροίσεις των ομάδων των αξιωματικών και στις διαταγές των Διοικητών. Στα θέματα της πειθαρχίας ισχύουν ότι ισχύουν και για τους υπολοίπους Αξιωματικούς αφού꞉ «υπάγεται εις την αυτήν ποινικήν δικαιοδοσίαν εις ην οι λοιποί αξιωματικοί κατά τους περί των ποινών όρους».
Με βάση το άρθρο αυτό, ο ενδιαφερόμενος κληρικός στην αναφορά του αυτή, συνεχίζει την επιχειρηματολογία του, τονίζοντας ότι ο Ιερέας, θεωρείται στρατιωτικός υπάλληλος και το νομοσχέδιο το οποίο ψηφίσθηκε και χορηγεί το έκτακτο αυτό επίδομα, αναφέρει ότι δικαιούνται να το λάβουν άπαντες οι Αξιωματικοί της ξηράς και του ναυτικού, καθώς και οι ομοιόβαθμοι αυτών στρατιωτικοί υπάλληλοι.
Ακολουθεί επίσης για το ίδιο θέμα αναφορά, από το Ιερέα του 1ου Τάγματος που βρισκόταν στην Λαμία, στις 24 Σεπτεμβρίου 1857 και η οποία αποστέλλεται ιεραρχικά στη Διοίκηση του Συντάγματος που βρισκόταν στο Μεσολόγγι και αυτό με την σειρά του την 1η Οκτωβρίου 1857, την προώθησε προς το Υπουργείο. Την 1η Αυγούστου 1857, για το ίδιο θέμα απέστειλε αναφορά και ο Ιερέας του 1ου Πεζικού Τάγματος, όπου και αυτού την αναφορά, η Διοίκησή του την προώθησε προς το Υπουργείο.
Το θέμα είναι ότι και σε αυτές τις αναφορές που παρουσιάσαμε σήμερα, δεν υπήρξε κάποια τοποθέτηση του Υπουργείου. Το Στρατιωτικών τις έλαβε και απλώς τις έθεσε στο αρχείο, χωρίς να μπει στον κόπο ούτε καν να απαντήσει έστω και αρνητικά, όπως έκανε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αυτή η απαξίωση και άρνηση από την πλευρά των υπευθύνων να διορθώσουν το λάθος τους απέναντι μιας μερίδας του στρατεύματος δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη και ασχολίαστη, τονίζοντας αυτή την αδικία που εισέπρατταν οι Ιερείς μας, θεωρώντας τους ισάξιους στις υποχρεώσεις, άλλα όχι και στα δικαιώματα. Τελειώνοντας θα πούμε ότι εδώ ισχύει αυτό που λέει ο λαός μας ότι έχουμε «δύο μέτρα και δύο σταθμά».
Συνεχίζεται {86}