Ανχη(ΣΙ) Αλεξίου Ιστρατόγλου
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την αναφορά μας στο κείμενο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος του 1837, στην Ι΄ ενότητα, επισημαίνεται και τονίζεται η προσοχή την οποία πρέπει να δείχνουν οι Στρατιωτικοί Ιερείς, στο «να διδάσκωσιν αυτούς (εννοεί τους στρατιωτικούς) την ακριβή τήρησιν της χριστιανικής ορθοδόξου ημών πίστεως και να συμβουλεύωσιν αυτούς εις τας στρατιωτικάς αρετάς». Η διδασκαλία αυτών των θεμάτων τονίζεται να γίνεται και στην Εκκλησία, ως προέκταση και ολοκλήρωση του καθημερινού τους έργου.
Ο Στρατιωτικός Ιερέας μέσα από την καθημερινή του συναναστροφή με τους άνδρες των στρατευμάτων, του δίνει τη δυνατότητα να συνομιλεί με αυτούς, να τους διδάσκει το λόγο του Ευαγγελίου, να τους αναπτύσσει τη διδασκαλία της ορθοδόξου πίστεως μας και να τους οδηγεί στο να καταλάβουν ότι η πίστη μας δεν είναι μια φιλοσοφική τοποθέτηση ή μία ιδεολογία σε τόσες που κυκλοφορούν και πλασάρονται, αλλά είναι ένας τρόπος ζωής που ξεκινά από τα απλά και προχωρά στα σύνθετα και πολύπλοκα θέματα, στα οποία καλείται ο άνθρωπος να σταθεί απέναντι αυτών, με πολλή προσοχή, πίστη και εμπιστοσύνη στο Θεό.
Η διδασκαλία αυτή ολοκληρώνεται ή και προεκτείνεται θα μπορούσαμε να πούμε μέσα στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας, ως αναπόσπαστο μέρος της λατρείας μας. Το κήρυγμα είναι εκείνο το στοιχείο το οποίο δένει με το όλο τελετουργικό το οποίο ακολουθείται και σκοπό έχει να οδηγήσει τον άνθρωπο στην επίγνωση της αλήθειας του Ευαγγελίου της αγάπης, που θέλει να είναι ο άνθρωπος ελεύθερος και μέσα σε αυτή του την ελευθερία να αναπτύσσει την αγάπη του προς τον Θεό Πατέρα του και τις υγιείς σχέσεις του με τον συνάνθρωπο.
Έτσι ότι ξεκινά απλά, ήσυχα και αθόρυβα, με πολύ αγάπη και πίστη, ολοκληρώνεται μέσα στον οίκο Του, μέσα στο χώρο του αγιασμού και της μεταμορφώσεως του ανθρώπου. Ολοκληρώνεται έχοντας ως σκοπό ο άνθρωπος από την διδασκαλία να βγει ανανεωμένος, αναγεννημένος έχοντας κερδίσει όχι την επιφάνεια αλλά την ουσία. Έρχεται με το κήρυγμα ο Ιερέας να τοποθετήσει τα πράγματα σε μια εκκλησιολογική βάση. Έρχεται να δώσει διεξόδους, λύσεις και απαντήσεις μέσα από το Ευαγγέλιο, μέσα από την επίγνωση της αλήθειας που αποκαλύπτεται σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να ζει την αλήθεια και να εργάζεται αυτήν. Άρα βλέπουμε ότι τόσο η διδασκαλία όσο και το κήρυγμα, ωφελούν και βοηθούν τον άνθρωπο και αυτό το γνωρίζει καλά η Εκκλησιά και γι’ αυτό καλεί τον Στρατιωτικό Ιερέα να δείξει ιδιαίτερη προσοχή, καλλιεργώντας μέσα στον αγρό του στρατεύματος το σπόρο των αρετών και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, κάνοντας τον άνθρωπο εύχρηστο σκεύος του Πνεύματος εκείνου, που οδηγεί τον άνθρωπο στην κατά Θεό τελείωση και πρόοδο.
Το Άγιο Ευαγγέλιο μέσα από τη διδασκαλία του Κυρίου μας, καλύπτει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας του ανθρώπου. Δεν υπάρχει τίποτε που να μην επισημαίνεται ή να μην σχολιάζεται από τον Κύριο μας. Επομένως το Ευαγγέλιο αποτελεί το εγχειρίδιο για τον Ιερέα, στο πως θα οδηγήσει τον άνθρωπο στο να καλλιεργήσει τις χριστιανικές αρετές, στο να αποφεύγει τις οποιεσδήποτε αδικίες, στο να αγαπά την πατρίδα του κ. α., τα οποία δεν αναφέρει ούτε γενικά αυτή η εγκύκλιος, αλλά δεν χρειάζεται, γιατί μιλούμε για αυτονόητα πράγματα, τα οποία καλείται κάθε άνθρωπος να καλλιεργήσει στη ζωή του, ακόμα και αν δεν είναι χριστιανός, πόσο μάλλον αν φέρει και αυτή την ιδιότητα, αυτή τη σφραγίδα που τον κάνει μοναδικό, μέσα στην αγκαλιά του Θεού.
Και μετά τον γόνιμο προβληματισμό που μπορεί να προέλθει μέσα από τα δύο βήματα της διδασκαλίας και του κηρύγματος, ακολουθεί το επόμενο βήμα το οποίο τονίζεται μέσα σε αυτή την ενότητα και πρέπει ο Ιερέας να προσέξει και να καλλιεργήσει και είναι το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Η εξομολόγηση είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στο να αποβάλλει από μέσα του τον κακό του εαυτό, να συμφιλιωθεί με το Θεό, με τους συνανθρώπους του και τον ίδιο του τον εαυτό και έχοντας αποβάλλει τα περιττά βάρη, ανάλαφρος να πορευτεί σε μια άλλη ποιοτική ζωή, που θα είναι Χριστοκεντρική και Πνευματοκίνητη.
Όμως όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω θα έχουν αποτέλεσμα μέσα από την ποιμαντική δράση του Στρατιωτικού Ιερέως, μέσα από το ανύσταχτο ενδιαφέρον του και την ποιμαντική του μέριμνα για το ποίμνιο του, αλλά έχουν να κάνουν και με την προσωπική του ζωή. Το παράδειγμα παίζει σπουδαίο ρόλο και μάλιστα τις περισσότερες φορές έχει καταλυτική σημασία, διότι δεν αρκούν τα λόγια, δεν φτάνουν οι διδασκαλίες, δεν χρειαζόμαστε μεγάλα και παχιά λόγια, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε είναι έργα. Χρειαζόμαστε έργα με ουσία και περιεχόμενο, που θα ταυτίζονται με τις διδασκαλίες και τα κηρύγματα. Γι’ αυτό και στην ΙΑ΄ ενότητα τονίζεται ότι «Οφείλουν να διάγωσι σεμνώς και κοσμίως, ν’ αποφεύγωσι τα καπηλεία και καφενεία, και παν ότι δεν συμβιβάζεται κατά τους κανόνας της εκκλησίας προς το επάγγελμά των και τα ιερά αυτών καθήκοντα, και να προσέχωσιν ακριβώς εις το να μην δίδωσιν αφορμήν εις σκάνδαλον και εις κατάκρισιν.»
Οι λέξεις απλές, κατανοητές, μεστές περιεχομένου, που δεν επιτρέπουν καμία παρερμηνεία και παρέκκλιση από αυτά που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας, για τους λειτουργούς των μυστηρίων του Θεού. Η ζωή του Ιερέως πρέπει να είναι τέτοια, που θα διδάσκει, θα καθοδηγεί στην αγιότητα τον πιστό λαό του Θεού. Η ζωή του Ιερέως δεν πρέπει να είναι η ίδια με τη ζωή εκείνων που είναι μακριά από το Θεό και τη διδασκαλία Του. Πρέπει η ζωή του Ιερέως να αποτελεί μια καλή παραφωνία μέσα στον κόσμο, που πολλές φορές εκτροχιάζεται και ξεχνά τον προορισμό και την αποστολή του, Η ζωή του Ιερέως πρέπει να δείχνει κάτι το διαφορετικό, κάτι που θα οδηγεί ή θα παρακινεί τον οποιοδήποτε στο να δοκιμάσει κάτι που ενδεχομένως έχει μέσα του αλήθεια και δεν είναι ψεύτικο και υποκριτικό και τελικά έχει μια γλυκύτητα μέσα στη γλυκύτητα του Θεού.
Διαβάζοντας αυτή την ενότητα μας έρχεται στο μυαλό, αυτό που λέει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ότι ꞉ «Σαν άλλο λύχνο ανάβει ο Θεός τον ιερέα και τον τοποθετεί επάνω στο λυχνοστάτη της ολόφωτης ιερατικής διακονίας. Τον θέλει να φεγγοβολά, να φωτίζει την Εκκλησία Του. Η πίστη του, η διδασκαλία και η ζωή του, να μην έχουν καμιά κηλίδα πλάνης και αμαρτίας. Γιατί; Για να βλέπουν τα πλήθη των πιστών το αστραποβόλημα της αγίας προσωπικότητάς του, να κατευθύνονται στην αρετή και να δοξάζουν το μεγάλο Θεό. Να λαμβάνει θέση μεγαλύτερη από τους αγγέλους. Να γίνεται μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Να διακονεί τις ανάγκες των πιστών. Να ασκεί τη φιλανθρωπία».
Έτσι καλείται ο κληρικός σε κάθε στιγμή της ζωής του να μιμείται τον Κύριο, να θυσιάζεται για το λαό του Θεού και όλοι να έχουν μέρος στην αγάπη και στην ποιμαντική του μέριμνα και φροντίδα, χωρίς καμία εξαίρεση. Ο Ιερέας μέσα από την προσεγμένη και αφοσιωμένη ζωή του στη λατρεία και στο θέλημα του Θεού, πρέπει να μοιάζει σαν την λαμπάδα εκείνη που καίγεται για να φωτίζονται οι καρδιές των ανθρώπων και να ζεσταίνονται οι ψυχές των πονεμένων, που ψάχνουν ένα αποκούμπι, προκειμένου να έχουν γαλήνη και ηρεμία στις ψυχές των. Ο τρόπος με τον οποίο οι Ιερείς πρέπει να ζουν, θα αποτελεί μια δέσμη φωτός μέσα σε έναν κόσμο, που κάποιες φορές ζητά να μένει στο σκοτάδι, δείχνοντας απροθυμία στο να δει το συμφέρον του και να οδηγηθεί στην εν Χριστώ ζωή.
Στην ΙΒ΄ ενότητα αναφέρεται ότι οι Ιερείς, «εντός της Εκκλησίας, ιερουργού- ντες ή προσευχόμενοι, οφείλουν να φέρονται ιεροπρεπώς, αποφεύγοντες πάσαν αταξίαν.». Στην ΙΓ΄ ενότητα γίνεται λόγος για τα ιερά άμφια, τις εικόνες, τα ιερά σκεύη και βιβλία, τα οποία πρέπει να τα έχουν καθαρά και καθώς μεταβαίνουν από τον ένα τόπο στον άλλο, λόγω των μετακινήσεών τους, να τα έχουν σε ένα κιβώτιο, προκειμένου να τα φυλάσσουν καθαρά, αλλά και να εξασφαλίζεται έτσι ο απαιτούμενος σεβασμός προς τα σεβάσματα της πίστεώς μας.
Στην τελευταία ενότητα την ΙΔ΄, η Ιερά Σύνοδος, καλεί τους Στρατιωτικούς Ιερείς «να μην λαμβάνωσι μέρος εις παν ότι δεν ανήκει εις αυτούς, μηδέ υπερπηδώντες τα ίδια αυτών όρια να επεμβαίνωσιν εις ξένα καθήκοντα». Τα σχόλια στην ανωτέρω τοποθέτηση είναι περιττά, αφού ξεκαθαρίζεται ότι ο Ιερέας του Στρατού καλείται να εξαντλεί όλη του την ποιμαντική μέριμνα και το ενδιαφέρον του, στο χώρο εκείνο που η Εκκλησία και ο Θεός θα απαιτήσουν να δώσει λόγο κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Καλείται να μην προβαίνει σε ενέργειες, που ενώ μπορεί να έχουν καλό σκοπό και τα κίνητρα να είναι αγνά, στην πορεία τα πράγματα να αλλάξουν και το αποτέλεσμα να είναι οδυνηρό. Πολλή προσοχή χρειάζεται, περισσότερη προσευχή απαιτείται και μένοντας πιστοί στο καθήκον μας και μόνο εκεί, ας μην προκαλούμε σκάνδαλά και «ουαί» στον άνθρωπο εκείνο που προκαλεί σκανδαλισμό και ταραχή.
Τελειώνοντας την αναφορά μας σε αυτό το κείμενο, που ονομάζεται «ΟΔΗΓΙΑΙ» της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τους Στρατιωτικούς Ιερείς της εποχής εκείνης, σαν ένα τελευταίο συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι ότι αυτό το κείμενο είναι διαχρονικό και καλύπτει πολλές πτυχές της σημερινής δικής μας ποιμαντικής δράσεως μέσα στις σύγχρονες πνευματικές ανάγκες του στρατεύματος. Οι αρχές είναι οι ίδιες, κάποιες συνθήκες έχουν αλλάξει, άλλες προς το καλύτερο, άλλες προς το χειρότερο. Εμείς καλούμαστε να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την κάθε κατάσταση, προκειμένου να ανταποκριθούμε στο έργο και στην αποστολή μας, βοηθώντας τους ανθρώπους μας, τα παιδιά μας, τα παιδιά του Θεού, το μέλλον αυτού του τόπου, που βομβαρδίζεται καθημερινά με χίλια δυο μηνύματα και συνθήματα, που πολλές φορές δεν έχουν καμία σχέση με την κουλτούρα και τον πολιτισμό μας και έρχονται να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους σε παραδεδομένες αρχές και αξίες.
Καλούμαστε οι Στρατιωτικοί Ιερείς του σήμερα, να φανούμε αντάξιοι των περιστάσεων. Αντάξιοι των απαιτήσεων που μας θέλουν μπροστά, μιλώντας την αλήθεια, δείχνοντας τη θυσία του Σταυρού και οδηγώντας τη ζωή μας στην Ανάσταση. Καλούμαστε να φανούμε αντάξιοι συνεχιστές του έργου και της προσφοράς μεγάλων προσωπικοτήτων που τίμησαν το θεσμό του Στρατιωτικού Ιερέως και αγωνίστηκαν μέχρι τέλους κηρύσσοντας Ορθοδοξία και Ελληνισμό. Σε μια εποχή δύσκολη και κρίσιμη όπως αυτή που διανύουμε σήμερα, με χίλιες δύο κρίσεις σε όλους τους τομείς, η παρουσία του τιμημένου ράσου μέσα στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων είναι επιβεβλημένη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, φέρνοντας στο προσκήνιο και βγάζοντας από τη λήθη του παρελθόντος τη θυσία και την προσφορά εκείνων των απλών Ιερέων που βάδιζαν μπροστά και σε κάθε βήμα τους κοίταζαν το Ευαγγέλιο και την Εκκλησιολογική τους αναφορά, τηρώντας απαρέγκλιτα την παράδοση του αγιασμένου παπά, χωρίς καμία έκπτωση .