Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η πορεία μας μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους για τους Στρατιωτικούς Ιερείς της περιόδου 1836-1844 συνεχίζεται, παρουσιάζοντας μας καινούρια πρόσωπα, καινούρια θέματα, τα οποία θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσου- με μέσα από τα στοιχεία τα οποία διαθέτουμε. Στις 24 Μαρτίου 1840, ο Ιερέας Βησσαρίων Λάσκαρης αποστέλλει αναφορά, με την οποία ζητά να διοριστεί στο Ιππικό Τάγμα στο Άργος. Στις 6 Οκτωβρίου 1840, ο ίδιος Ιερέας, υπενθυμίζει με επιστολή του στο αρμόδιο Υπουργείο, ότι ενώ πριν ένα έτος είχε υποβάλλει τα δικαιολογητικά του για να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας και ενώ γνωμάτευσε και η Ιερά Σύνοδος για αυτόν και για την καταλληλότητά του για την θέση την οποία επιθυμεί να καταλάβει, παρά ταύτα δεν έχει γίνει τίποτα μέχρι σήμερα. Στην πορεία μας θα συναντήσουμε αρκετές φορές τον εν λόγω Ιερέα με αναφορές του να ζητά την πρόσληψή του, μέχρι που τελικά το πετυχαίνει και καταλαμβάνει τη θέση Ιερέως που παραιτήθηκε.
Ο Όθωνας με έγγραφό του στις 2 Μαΐου 1839, εγκρίνει τον διορισμό του Καθολικού Ιερέα Πέτρου Πριβελέγγιου, τον οποίο διορίζει με μισθό τριάντα δραχμών (30), για την κάλυψη «των αναγκών των εν Ναυπλίω καθολικών Στρατιωτών», όπως αναφέρει. Επίσης του χορηγεί και ενενήντα δραχμές (90), «για την εις το τέλος του παρελθόντος έτους εκτέλεσιν των άνω ρηθεισών ιεροπραξιών». Ένα μήνα πριν και συγκεκριμένα στις 24 Απριλίου 1840, ο Βασιλιάς Όθωνας εγκρίνει να χορηγηθεί στον αυλικό Ιερέα, που φυσικά δεν ήταν Ορθόδοξος, τα «χρέη της θρησκευτικής του υπηρεσίας συμπεριλαμβα- νομένων των τυχόν οδοιπορικών εις τας ευαγγελικάς στρατιωτικάς κοινωνίας εκ του στρατιωτικού ταμείου αμοιβή πενήντα δραχμές κατά μήνα».
Μέσα από την ανάγνωση των διαφόρων επιστολών-αναφορών των Στρατιωτικών Ιερέων ή των υποψηφίων Ιερέων ή ακόμα και των διαφόρων κρατικών Υπηρεσιών της εποχής εκείνης, μπορούμε να συλλέξουμε αρκετά στοιχεία για την προσωπική ζωή αυτών, τα οποία σε συνδυασμό με το γενικότερο πνεύμα και την κατάσταση που επικρατεί, μας διαφωτίζουν αρκετές πτυχές της περιόδου αυτής. Έτσι στις 11 Απριλίου 1839, ο Ιερομόναχος Αγάπιος Σπηλιώτης, ζητά από τη Διοίκηση Μεσσηνίας, «μετ’ ενθέρμων δακρύων να ευαρεστηθείτε να ενεργήσετε ώστε να καταταχθώ λειτουργός Ιερεύς των Ταγμάτων του Β. Στρατού προς του υπέρ πατρίδος εκδουλεύσεών μου». Στις 15 Απριλίου του ιδίου έτους, δηλαδή τέσσερις μέρες μετά από την αναφορά του Ιερομονάχου, η Διοίκηση Μεσσηνίας αποστέλλει αναφορά και ζητά την πρόσληψη του εν λόγω Ιερέως, τονίζοντας ότι «είναι 45 ετών περίπου έχει ιδέαν γραμμάτων και ότι έλαβε μέρος εις τους ελευθερίας αγώνας».
Ένα χρόνο μετά, στις 8 Ιουνίου 1840, ο Αγάπιος Σπηλιώτης, ξαναστέλνει αναφορά- επιστολή με την οποία ξαναζητά να προσληφθεί. Αναφέρει ότι και στο παρελθόν είχε καταθέσει αναφορά για το ίδιο θέμα, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση γι’ αυτό γράφει ꞉ «Καταφεύγω δια της παρούσης μου εις την αγάπην σας Κ. Διοικητά παρακαλώ να ευαρεστηθείτε να επαναλάβετε περί της αιτήσεως μου δια να δυνηθή οποιανδήποτε απαντήσεως της Β.Γραμματείας». Ο Διοικητής Μεσσηνίας, όπως και πριν, έτσι και τώρα, στις 18 Ιουνίου 1840, ζητά από την Εκκλησιαστική Γραμματεία της Επικρατείας να προσληφθεί ο εν λόγω Ιερέας.
Σε μία άλλη αναφορά του Διοικητή του Βασιλικού Φρουραρχείου Μονεμβασίας, προς την Στρατιωτική Β. Γραμματεία της Επικρατείας, ζητά να προσληφθεί και να εκτελεί χρέη στη Φρουρά εκεί ο Ιερεύς Θεοδόσιος Ανδρεάδης με επιμίσθιο είκοσι (20) δραχμών. Βεβαίως η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών, προτείνει τον Ιερέα Γεώργιο Νικολά. Τελικά όμως με έγγραφο του αρμοδίου Υπουργείου των Στρατιωτικών, με ημερομηνία 14 Ιουλίου 1840, διορίζεται στη Φρουρά Μονεμβασίας ο πρεσβύτερος Δημήτριος Βώβος.
Το Φρουραρχείο του Αντιρρίου με έγγραφο του στις 2 Φεβρουαρίου 1840, ζητά να τοποθετηθεί Ιερέας εκεί για την κάλυψη των αναγκών της Φρουράς. Στις 22 Ιουλίου 1840 το Βασιλικό Φρουραρχείο Ρίου, δεν ζητά μόνο να τοποθετηθεί Ιερέας στη Φρουρά αλλά προτείνει και συγκεκριμένο πρόσωπο, τον Μιχαήλ Ανδριόπουλο, από το χωριό Άγιος Γεώργιος του Δήμου Ναυπακτίας. Κάποιες φορές επίσης βλέπουμε και εκκλησιαστικά πρόσωπα με προσωπικές τους παρεμβάσεις, να ζητούν την τοποθέτηση Ιερέως σε κάποιο Τάγμα, όπως χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πρωτοσύγκελου Ευγένιου Φαίδρου, όπου με αναφορά του, ζητά να διορισθεί ένας Ιερέας στο 4ο Τάγμα, αλλά η αρμόδια Υπηρεσία του απαντά, ότι δεν υπάρχει κενή θέση εκεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει και ανάλογος διορισμός.
Η απουσία κάποιου Στρατιωτικού Ιερέως από τη θέση του, γινόταν με τον προβλεπόμενο τρόπο, όπως και στους υπολοίπους Αξιωματικούς του Στρατού. Κατέθετε αναφορά προς τη Διοίκηση στην οποία ανήκε και ζητούσε άδεια, αναφέροντας τις ημέρες που θα απουσίαζε, τον τόπο προορισμού του, καθώς επίσης και το λόγο για τον οποίο ζητούσε την απομάκρυνσή του από τη θέση του. Εάν για κάποιο λόγο δεν επέστρεφε εγκαίρως, έπρεπε να αιτιολογήσει την επιπλέον απουσία του και να προσκομίσει και δικαιολογητικά ένα χρειαζόταν, προκειμένου να είναι δικαιολογημένος. Συναντούμε πάρα πολλές αναφορές Στρατιωτικών Ιερέων, με τις οποίες ζητούν να τους χορηγηθεί κανονική άδεια για διαφόρους λόγους σε διάφορους προορισμούς. Η χορήγηση αδείας ζητείται τις περισσότερες φορές για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους.
Βρίσκουμε μια ολόκληρη αλληλογραφία για τον Αρχιμ. Νικηφόρο Ρωμανίδη, σχετικά με μια άδεια την οποία πήρε, για να πάει στο νησί της Πάτμου και καθυστέρησε να επιστρέψει. Με έγγραφο της Δημαρχίας της Πάτμου, ο Δήμαρχος της νήσου, πιστοποιεί ότι ο εν λόγω Ιερέας, πήγε στην Πάτμο για την διεκπεραίωση τρεχουσών αναγκών που σχετίζονται με ιδιοκτησιακά θέματα, αλλά παρέμεινε παραπάνω εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν. Στη συνέχεια ακολουθούν αναφορές του Ιερέως προς την Διοίκηση του και στη συνέχεια της Διοικήσεως του προς τα προϊστάμενα κλιμάκια, με τα οποία γνωστοποιείται και δικαιολογείται η παραπάνω απουσία του Ιερέως από την οργανική του θέση.
Συνεχίζοντας την έρευνά μας, βλέπουμε ένα νέο πρόσωπο τον Ιερομόναχο Βασίλειο Δημητρόπουλο, όπου με αναφορά στις 25 Ιουνίου 1840, προς την Βασιλική Γραμματεία της Επικρατείας, ζητά την πρόσληψή του στο Βασιλικό Στρατό. Αναφέρει για την προσφορά του στον αγώνα και για τις πολύτιμες εκδουλεύσεις του προς την πατρίδα και για τις οποίες τιμήθηκε από τον Βασιλέα. Στη συνέχεια αναφέρει την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα, αφού έδωσε όλη του την περιουσία για τον αγώνα και δεν έχει ούτε τον επιούσιο άρτο. Ο παρακλητικός του λόγος, συγκινεί και φανερώνει έναν άνθρωπο που έχει φιλότιμο, αξιοπρέπεια, ιεροπρέπεια και ότι ζητά, το ζητά με κόσμιο και ευγενικό τρόπο. Γράφει ο Ιερομόναχος ꞉ «Παρακαλώ Κύριε Γραμματεύ να καταφύγω εις την γενναιότητά Σας και δι’ τιμήν εις τα φιλάνθρωπα σπλάχνα της Σ. Κυβερνήσεως μας και να παρακαλέσω να οικτείρη και τον υποφαινόμενον. Δεν απαιτώ δε δια της παρούσης μου το να τρέφωμαι από την κυβέρνησιν αλλά το να διορισθώ εις τινά υπηρεσία εξ ης να πορίζομαι τα προς το ζην αναγκαία μου». Στο τέλος της αναφοράς του γράφει, ότι δεν υπάρχει Ιερέας στο 1ο Τάγμα Πεζικού και ζητά να διοριστεί εκεί που του είναι γνωστό το μέρος, αλλά και αυτός είναι γνωστός σε αυτούς.
Ο Ιερέας Δημήτριος Παπαχρήστου με αίτηση του στις 4 Αυγούστου 1840, ζητά και αυτός να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας, αναφέροντας ότι και στο παρελθόν είχε υπηρετήσει και καταθέτει «αποδεικτικά υπογεγραμμένα διαφόρων αξιοτίμων οπλαρχηγών». Μέσα από αυτά τα οποία γράφει βλέπουμε ότι από το 1829 είχε υπηρετήσει ως Στρατιωτικός Ιερέας και υπηρέτησε με ζήλο, τιμιότητα και αφοσίωση μέχρι της διαλύσεως του Τάγματος στο οποίο ανήκε. Μετά την διάλυση του Τάγματος γράφει ꞉ «έμεινα άχρι τούδε αργώς και άνευ τινός υπηρεσίας…… έχων ενορίαν τινά» Ζητά να διοριστεί ως Ιερέας του Τάγματος της Οροφυλακής Ακαρνανίας.
Ο Ιερέας Παπαχρήστου, μέσα από τα λίγα τα οποία διαβάζουμε στην αίτηση του, πρόκειται για ένα πρόσωπο που την τοποθέτηση του μέσα στο χώρο του Στρατού, την βιώνει ως μια διακονία και υπηρεσία προς τον άνθρωπο, που έχει ανάγκη αυτή την προσφορά της Εκκλησίας και την επιζητεί. Αναφέρει ότι μετά την διάλυση του Τάγματος στο οποίο υπηρετούσε έμεινε εκτός του χώρου εκείνου που τον ένοιωθε δικό του, ζούσε και ανέπνεε σε αυτόν, έδιδε το είναι του και έπαιρνε δυνάμεις, μέσα από τον δυναμισμό και την γενναιότητα των ανθρώπων της εποχής εκείνης που αγωνίστηκαν, «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Την διακονία του σε ενορία δεν την θεωρεί δευτέρας διαλογής, όπως μπορεί κάποιος να πει, μέσα από μια επιφανειακή μελέτη αυτού του εγγράφου. Η διακονία του είναι εξίσου σημαντική και η προσφορά του πολύτιμη και μέσα στην ενορία, όμως ο ίδιος νοιώθει ότι ο φυσικός του χώρος είναι εκείνος στον οποίο εργάστηκε με ζήλο και τιμιότητα και είναι ένας χώρος διακονίας που τον εκφράζει και τον γεμίζει, κάνοντας όμως παράλληλα και υπακοή στην Εκκλησία, ακούγοντας τη φωνή Της και διακονώντας Την, σε όποια θέση και αν τον τοποθετήσει, χωρίς φιλοδοξίες, απαιτήσεις και εγωισμούς. Ο εν λόγω Ιερέας αυτό που θέλει, είναι να κηρύττεται το όνομα του Κυρίου και το μήνυμα της Αναστάσεως, να είναι εκείνο το οποίο θα τους ενδυναμώνει και θα τους καθοδηγεί ζώντας και βιώνοντας αναστάσιμες και ουράνιες καταστάσεις. Το διακονικό και θυσιαστικό πνεύμα και αυτού του Ιερέα, πιστεύω είναι διάχυτο στην αίτησή του και δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνεύσεων και παρεξηγήσεων, παρά μόνο από αυτούς που βρίσκονται μακράν του πνεύματος και της προσφοράς της Εκκλησίας μας μέσα στους αιώνες.
Συνεχίζεται {16}