Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Ανατρέχοντας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μένουμε έκπληκτοι, μπροστά στο αρχειακό υλικό το οποίο υπάρχει και το οποίο μας αναδεικνύει το έργο και την προσφορά των Στρατιωτικών Ιερέων κατά τα έτη 1836-1844. Διαβάζουμε κείμενα, αναφορές, αποφάσεις της εποχής εκείνης, που δείχνουν την πολύτιμη συνεισφορά των Ιερέων, τόσο κατά την περίοδο εκείνη, όσο και της δράσεως των και κατά την περίοδο του αγώνα. Οι Ιερείς που υπηρετούν στο στράτευμα δεν είναι ξένοι προς αυτόν. Έχουν πολεμήσει και έχουν σταθεί δίπλα σε αναστήματα μεγάλα και σε ήρωες μοναδικούς, για το θάρρος και την ανδρεία τους. Έχουν πολεμήσει με ονόματα τα οποία μας χάρισαν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της χώρας μας. Η παρουσία αυτών των Ιερέων επομένως σε μια εποχή ειρήνης, με σκοπό την επαναφορά της τάξεως και της ησυχίας, ήταν πολύτιμη και άκρως αναγκαία, προκειμένου να εμπνέουν και να καθοδηγούν τους νέους της εποχής εκείνης.
Βεβαίως θα δούμε και κείμενα των Υπουργείων της εποχής εκείνης, αλλά και της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου τη Ελλάδας, με τα οποία διαφωτίζεται η δράση και η παρουσία των Ιερέων σε μια εποχή που ακόμα είναι πολύ εύθραυστη, αφού το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ακόμα ανασυγκροτείται και προσπαθεί να θέσει τις βάσεις εκείνες, τις οποίες χρειάζεται, προκειμένου να ορθοποδήσει και να επανέλθει σε μια κατάσταση τέτοια που δεν θα θυμίζει το παρελθόν της δουλείας, αλλά το παρελθόν της δόξας και του πολιτισμού, αποβάλλοντας όλα τα κατάλοιπα της δουλείας και του κατακτητή των τετρακοσίων χρόνων.
Αρχίζοντας την αναφορά μας και παρουσιάζοντας τέτοιες μορφές αγωνιστών Ιερέων, που είχαν έντονα τα χαρακτηριστικά του αγωνιστικού φρονήματος, της θυσίας και της προσφοράς, θα παρουσιάσουμε ένα έγγραφο με ημερομηνία 1η Απριλίου 1833, που αναφέρεται στον Ιερέα Γεώργιο Σακελλαρίου εκ Βελεστίνου. Το κείμενο αυτό το υπογράφουν επτά πρόσωπα από το Ναύπλιο και επικυρώνεται για το γνήσιο της υπογραφής τους, από την Αστυνομία του Ναυπλίου. Στο εν λόγω κείμενο γίνεται αναφορά για την προσφορά του Ιερέως στον αγώνα. Αναφέρονται επίσης στο έγγραφο αυτό τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είχε στην κατοχή του και από τα οποία δεν του έμεινε τίποτα κατά τη διάρκεια του αγώνος, είτε γιατί τα διέθεσε στον αγώνα, είτε γιατί του τα πήραν οι κατακτητές.
Επίσης υπάρχει και άλλο ένα παρόμοιο έγγραφο για τον Ιερέα Γεώργιο Σακελλαρίου, από τον Συνταγματάρχη Αγγελή Γάζου, με ημερομηνία 22 Μαΐου 1835. Χαρακτηριστικά μεταξύ των άλλων θα αναφέρουμε τα εξής όπως τα καταγράφει ο εν λόγω Συνταγματάρχης꞉ «Ηχησάσης της σάλπιγγος αναπίδη- σεν εις το πεδίον του άρεως, συντελών, παραινών και καθοδηγών υπέρ της καλής εκβάσεως της ελευθερίας». Σε αυτό το σημείο θέλουμε να πούμε ότι τα κείμενα τα οποία παραθέτουμε αυτούσια, τα αντιγράφουμε όπως είναι γραμμένα, με το ύφος, τον τονισμό και τα σημεία στίξης της εποχής, σύμφωνα με το ιδιόχειρο στυλ του συντάξαντος το εκάστοτε κείμενο, χωρίς καμία παρέμβαση από την πλευρά μας. Στο εν λόγω κείμενο του Αξιωματικού γίνεται αναφορά και για τον αδελφό του Ιερέως Ιωάννη Σακελλάριο, ο οποίος «απ’ αρχής μέχρι τέλους του ιερού αγώνος συνευρέθη και συνηγωνίσθη αντρείως εις πολλάς μάχας και εις διαφόρους θέσεις πολιτικάς, εκπλήρωσε αμέπτως, αξίως και τιμίως τα καθήκοντα του». Και τελειώνει ο εν λόγω Συνταγματάρχης την αναφορά του αυτή, για τον Ιερέα Γεώργιο και τον αδελφό του, γράφοντας ότι όλα αυτά δίδονται꞉ «προς χάριν της αληθείας και του δικαίου επιβεβαιώ ταύτα πάντα ίνα το χρησιμεύση όπου ανήκει και υποφαίνομαι».
Υπάρχει όμως και τρίτο έγγραφο, με ημερομηνία 24 Ιουλίου 1836, που υπογράφει κάποιος Η. Γούβελης, αναφερόμενος και αυτός με την αναφορά του αυτή, στον Ιερέα Γεώργιο Σακελλαρίου. Και αυτός τονίζει ότι ο παπά- Γιώργης, από την αρχή του αγώνα έδωσε τα πάντα γι’ αυτόν, «έχων φιλελεύθερον φρόνιμα και καταφρονών κόπους, κινδύνους, ταλαιπωρίας, αϋπνία……επεριφέρετο τότε ως Απόστολος εις την επαρχίαν του Βελεστίνου». Βλέπουμε λοιπόν διαφορετικούς ανθρώπους αναφερόμενους στο ίδιο πρόσωπο έρχονται να του προσδώσουν τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία ταιριάζουν σε έναν καλό ποιμένα, σε έναν καλό πατριώτη, σε έναν γνήσιο Έλληνα, που ξέρει να αγωνίζεται, ξέρει να προσφέρει, ξέρει να προσεύχεται και να εργάζεται το κοινό καλό, μη φειδόμενος κόπους, μόχθους, κινδύνους, θλίψεις και στεναχώριες, ούτε και τον ίδιο τον θάνατο, που είναι πολύ λίγος, μπροστά στον πνευματικό θάνατο τον οποίο είχε σκορπίσει τότε ο κατακτητής στις ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο Ιερομόναχος Αγάπιος με αναφορά του με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1837, ζητά να προσληφθεί ως ιερέας του Στρατού σε κάποιο τάγμα, τονίζοντας ότι είχε πολεμήσει μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Νικήτα Φλέσσα, Αναστάσιο Μαυρομιχάλη κ.α. και καταθέτει τη μαρτυρία τους. Υπάρχουν πολλές αναφορές του Αρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη και του Αρχιμ. Ιωνά Ολυμπίου, όπου οι δύο αυτοί κληρικοί, ζητούν μια στοιχειώδη αύξηση του μισθού τους, προκειμένου να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Αυτοί οι δύο κληρικοί, δεν ήταν τυχαίοι και μάλιστα η τοποθέτησή τους σε πολύ υπεύθυνες και νευραλγικές θέσεις στο στράτευμα, αλλά και η προϋπηρεσία τους, φανερώνουν ότι μιλούμε για πολύ δραστήριους και ικανούς άνδρες, που έχαιραν της εκτιμήσεως και του σεβασμού όλων, για την εν γένει πολύτιμη προσφορά τους. Γι’ αυτό και οι αναφορές τους δεν μένουν στο αρχείο, αλλά προωθούνται και χαίρουν της προσοχής και της επεμβάσεως των προϊσταμένων τους, προκειμένου να τύχουν της ανάλογης προσοχής και ικανοποιήσεως του αιτήματος. Μάλιστα υπάρχει επιστολή του Συνταγματάρχη της Εθνοφυλακής στη Λαμία, Βάσου Μαυροβουνιώτη προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, όπου αιτείτε την αύξηση του μισθού του διορισμένου ιερέα Ι. Ολυμπίου, γιατί είναι αδύνατον να φυλάξει την αξιοπρέπεια του βαθμού του και να καλύψει τα έξοδά του.
Σε αναφορά του Αρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη, με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1837, με την οποία ζητά για μια ακόμα φορά, την ελάχιστη αύξηση του μισθού του, μιας και δεν μπορεί να έχει μια άλλη ανώτερη θέση από αυτή που κατέχει, αναφέρει ότι είχε υπηρετήσει δεκαεπτά χρόνια υπό τις διαταγές του Ναυάρχου Μιαούλη και άλλα εννέα χρόνια στο στρατό.
Επίσης ο Ιερέας της Β. Φρουράς Παλαμιδίου Μάξιμος, με επιστολή του προς τον Όθωνα, στις 27 Ιανουαρίου 1838, ζητά την αύξηση του μισθού του, καθ’ όσον δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στις ανάγκες της οικογενείας του. Διαβάζουμε στην αναφορά του ότι ꞉ «απ’ αρχής της επαναστάσεως παν ότι ηδυνήθημεν εις τον βωμόν της ελευθερίας προσέφερα και ήδη δώδεκα έτη υπηρετών ως Ιερεύς……. είμαι πτωχός, ηλικιωμένος και με οικογένειαν αδύνατον της οποίας η μόνη προσδοκία είναι ο αδύνατος γέρων». Και για να καταλάβουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εν λόγω Ιερέας, προκειμένου να συγκινήσει την Α.Μ. τον Βασιλέα, τελειώνει γράφοντας ꞉ «ικετεύω τον ύψιστον υπέρ της στερεώσεως του υψηλού θρόνου της Α Μ και υπέρ της μακροβιώσεως μετά της Θεοστέπτου και Μεγαλειοτάτης Ανάσσης της Ελλάδος».
Αυτοί οι κληρικοί με την σπουδαία πατριωτική δράση, με το απαράμιλλό θάρρος και το αγωνιστικό φρόνημα το οποίο διέθεταν, αγωνίζονταν κάτω από αντίξοες συνθήκες και πολλές φορές ενάντιες προς αυτούς και το έργο τους. Συνέχιζαν τον αγώνα τους και δεν σκέπτονταν ούτε στιγμή, να υποστείλουν τη σημαία της πίστεως και της πατρίδος. Τα εμπόδια τα οποία ετίθεντο μπροστά τους, ήταν μικρά για να τους κάνουν να μείνουν μακριά από το καθήκον και την αποστολή τους, πολλή περισσότερο να τους κάνουν να αποποιηθούν την ευθύνη και το χρέος τους. Πάνω από όλα γνώριζαν και ήξεραν καλά, ότι είναι Ορθόδοξοι Ιερείς με συνείδηση, με καρδιά, με ιεροπρέπεια. Γνώριζαν ότι και αν μείνουν μόνοι, χωρίς κανένα εφόδιο, χωρίς καμία βοήθεια και στήριξη, αυτοί θα συνεχίζουν να μάχονται και να αγωνίζονται, τον αγώνα τον καλό, τον αγώνα της πίστεως και της παραδόσεως, δίδοντας την καλή μαρτυρία στον κόσμο που ζουν και εργάζονται και αργότερα την «καλήν απολογίαν επί του φοβερού βήματος του Κυρίου κατά την Δευτέρα Αυτού Παρουσία».
Συνεχίζεται {11}