Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Βρισκόμενοι στο δεύτερο μέρος της πορείας των Στρατιωτικών Ιερέων στην περίοδο του Όθωνα και συγκεκριμένα στο 1850, βρίσκουμε μια αναφορά από το Βασιλικό Φρουραρχείο της Ναυπλίας, στις 12 Μαΐου 1850, την οποία αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, με την οποία ζητά να εξετασθεί το ενδεχόμενο αυξήσεως του μισθού του Ιερώς τη φρουράς Στεφάνου Σολίτη, προκειμένου να ανταπεξέρχεται στις οικογενειακές του απαιτήσεις και να ζει με αξιοπρέπεια, όπως αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο, αφού με πολύ ζήλο και υπευθυνότητα, είναι οι δύο λέξεις που υπάρχουν στο κείμενο αυτό και έτσι χαρακτηρίζουν την προσφορά του Ιερέως μέσα στο στράτευμα, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Η αναφορά αυτή όταν παρελήφθη από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου που την εξέτασαν, την έθεσαν στο αρχείο όπως έκριναν, βάσει των σχολίων που υπάρχουν στο πλάι αυτής της αναφοράς.
Η προσπάθεια του Φρουραρχείου να ικανοποιήσει το αίτημα του Ιερέως, αλλά και να τον ανταμείψει υλικά, για ότι προσέφερε για αυτούς, πέραν της ανταμοιβής του πνευματικά από τον δικαιοκρίτη Θεό, πέφτει στο κενό, χωρίς αυτό όμως να αλλάζει την αγαπητική και θυσιαστική προσφορά του Ιερέως, στην ενάσκηση της ποιμαντικής του διακονίας, μέσα στον πνευματικό αγρό που τον έταξε η Εκκλησία, να διακονεί με φόβο και αγάπη Θεού τα παιδιά Του, μεταδίδοντάς τους τον Λόγο, την χάρη και την ευλογία Του, μέσα από την μυστηριακή και όχι μόνο ζωή της Εκκλησίας Του, αλλά και με την συνεχή παρουσία του στο χώρο του στρατεύματος.
Στις 15 Μαΐου 1850, κατατίθεται μια αναφορά από τον Ιερέα Νικόλαο Ιωαννίδη, στο Φρουραρχείο της Χαλκίδας, με την οποία ζητά να του χορηγείται ο ίδιος μισθός, όπως και στους άλλους Στρατιωτικούς Ιερείς. Το Φρουραρχείο αποστέλλει την αναφορά αυτή στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, το οποίο απαντά στις 22 του μηνός αυτού του ιδίου έτους. Στην απάντηση αυτή το Υπουργείο καλεί το Φρουραρχείο να κοινοποιήσει την απάντηση του στο ενδιαφερόμενο Ιερέα και παράλληλα καλεί το Φρουραρχείο να μην επιτρέψει ξανά στον εν λόγω κληρικό, να επανέλθει στο ίδιο θέμα και να μην αποσταλεί ξανά εκ νέου νέα αναφορά που θα έχει να κάνει με τις αποδοχές του.
Στο κείμενο αυτό απαντά το Υπουργείο λέγοντας, ότι αυτό που ζητά ο Ιερέας Νικόλαος, δηλαδή να του γίνει αύξηση μισθού και να αμείβεται, όπως και οι
λοιποί Στρατιωτικοί Ιερείς, δεν μπορεί να γίνει, διότι αυτός δεν έχει διοριστεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι συνάδελφοί του Ιερείς και επίσης δεν έχει υπάρξει και η σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, όπως προβλεπόταν. Ακόμα όταν προσελήφθη από το Υπουργείο και στη συνέχεια διορίστηκε, η συμφωνία θα λέγαμε ή ο όρος που τέθηκε, ήταν να παίρνει είκοσι δραχμές αντιμισθία μηνιαίως. Αν τώρα αυτό δεν τον ικανοποιεί τον Ιερέα και δεν είναι ευχαριστημένος με τις αποδοχές που λαμβάνει, τότε καλεί το Υπουργείο μέσα από το έγγραφο αυτό, τον Ιερέα Ιωαννίδη, να απευθυνθεί στο Υπουργείο και να ζητήσει την αντικατάστασή του.
Μέσα από το κείμενο αυτό, βλέπουμε για μια ακόμα φορά, ότι το Υπουργείο των Στρατιωτικών, δεν τήρησε την προβλεπόμενη διαδικασία για την πρόσληψη και τον διορισμό Ιερέως στο στράτευμα. Για μια ακόμα φορά στο πρόσωπο του Ιερέως Ιωαννίδη, δεν ζητήθηκε η γνώμη και η έγκριση της ιεράς Συνόδου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δυσκολίες και αγκυλώσεις σε πολλά πράγματα, μεταξύ αυτών, όπως βλέπουμε και στη συγκεκριμένη περίπτωση και στην μισθοδοσία, όπως επικαλούνται στο έγγραφο αυτό.
Μπορεί σε τελική ανάλυση, να μην υπήρχε πρόβλημα να του γίνει μια σχετική αύξηση, παρ’ όλο που δεν ήταν διορισμένος κανονικά, αλλά βρίσκοντας αυτό σαν δικαιολογία, δηλαδή τον μη νόμιμο και έγκυρο διορισμό του, όπως το επικαλούνται, που φυσικά δεν ήταν δικό του θέμα και δική του παράλειψη, πατούσαν επάνω σε αυτή την αληθοφανή δικαιολογία και πρόφαση και έτσι δεν ικανοποιούσαν το αίτημά του.
Βεβαίως ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίδης, δεν στάθηκε σε αυτή την απάντηση και ούτε εφάρμοσε αυτό που του συνέστησαν, δηλαδή να μην επανέλθει ξανά με νεότερη αναφορά του στο θέμα αυτό. Λίγες ημέρες μετά την απάντηση που του κοινοποιήθηκε από το Υπουργείο, καταθέτει νέα αναφορά, την οποία αποστέλλει απευθείας στο Υπουργείο, με την οποία ζητά, να εξετάσουν εκ νέου το αίτημά του. Βλέπουμε τον Ιερέα να επιμένει και να χτυπά και πάλι με την αναφορά του την πόρτα του Υπουργείου, που αυτή την φορά δεν βλέπουμε να υπάρχει κάποια σχετική απάντηση από το Υπουργείο, που προφανώς έθεσε το θέμα στο αρχείο, όπως πολλές φορές έπραττε σε παρόμοιες περιπτώσεις ή και σε άλλα θέματα, που έκρινε ότι για αυτό είχαν κλείσει και δεν έχρηζε περαιτέρω εξέταση από αυτούς.
Μία παρόμοια περίπτωση με τις παραπάνω, συναντούμε και στην αναφορά του Ιερομονάχου Γερασίμου Μπάρκα, στις 16 Μαΐου 1850, την οποία καταθέτει στην Διοίκηση του 5ου Τάγματος στο οποίο ανήκει και αυτή με την σειρά της αυθημερόν, την αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών. Στην αναφορά αυτή ο εν λόγω Ιερέας ζητά να του γίνει αύξηση στο μισθό του, κάτι στο οποίο συνηγορεί και η Διοίκησή του. Το Υπουργείο στις 24 Μαΐου 1850,απαντά όπως είναι φυσικό και σε αυτό το αίτημα, με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο ύφος, όπως και στα προηγούμενα.
Αναφέρει το Υπουργείο στον Ιερομόναχο Γεράσιμο, ότι όταν προσελήφθη, διορίστηκε και ελάμβανε τον μισθό των εξήντα δραχμών. Η οποιαδήποτε αύξηση δεν προβλέπεται από τον κρατικό προϋπολογισμό και ως εκ τούτου το αίτημα αυτό δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Συνεχίζοντας το Υπουργείο αναφέρει στον Ιερέα, ότι αν ο μισθός του δεν τον έφθανε εξ’ αρχής, δεν θα έπρεπε να είχε αποδεχτεί την θέση αυτή και να διοριζόταν ως Ιερέας του στρατεύματος. Αν παρά ταύτα επιμένει στο αίτημα αυτό, λόγω της οικονομικής στενότητας που αντιμετώπιζε, να ζητήσει από το Υπουργείο να απαλλαγεί των καθηκόντων του, ώστε αυτό με τη σειρά του να ενεργήσει και να προβεί στις ανάλογες ενέργειες που απαιτούνταν, για την αντικατάστασή του.
Αυτή την αντιμετώπιση και στάση του Υπουργείου την έχουμε ξανασυναντήσει και στο παρελθόν, οπότε δεν μας ξενίζει και δεν μας προβληματίζει, αυτή η στάση των αρμοδίων, πάνω σε τέτοια θέματα τα οποία τα εξετάζουν σύμφωνα με τους νόμους, τις διατάξεις και τους κανονισμούς που προβλέπονται σε παρόμοιες περιπτώσεις, χωρίς να υπάρχει το προσωπικό στοιχείο και η προσωπική επικοινωνία. Στην αλληλογραφία που παρουσιάσαμε, κυριαρχεί μια απρόσωπη και επιφανειακή σχέση, που δεν φέρει όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεν επιλύει τα προβλήματα, απεναντίας τα μεγαλώνει, οδηγεί σε αδιέξοδα με άσχημες καταλήξεις και βεβαίως μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ του προϊσταμένου με τον υφιστάμενο, χωρίς να αφήνει περιθώρια να βρεθεί μια λύση που θα ικανοποιεί και τις δύο πλευρές κατά το δυνατόν.
Ο Ιερέας Βησσαρίων Λάσκαρης, απευθυνόμενος στο Βασιλικό Φρουραρχείο της Τριπόλεως, στις 22 Ιουλίου 1850, ζητά μια παράταση της αδείας του κατά δέκα ημέρες, προσκομίζοντας και τη σχετική ιατρική βεβαίωση του ιατρού της φρουράς, για την κλονισμένη υγεία του. Εξαιτίας του προβλήματος που αντιμετώπιζε και όπως έχει διαγνωσθεί, ζητά να παραμείνει εκεί που βρίσκεται και να μην μπει στη διαδικασία της επιστροφής στη θέση του πριν αποκατασταθεί η υγεία του, αφού άλλωστε δεν μπορεί και να οδοιπορήσει. Το αίτημα αυτό εγκρίνεται στις 29 Ιουλίου 1850, αναφέροντας αυτό που διεγνώσθη από τον ιατρό της φρουράς, ότι πάσχει από δυσεντερία.
Ολοκληρώνοντας την σημερινή μας αναφορά στους Στρατιωτικούς Ιερείς, μέσα από τα έγγραφα τα οποία σχολιάσαμε, θα παρουσιάσουμε και μια ακόμα ιατρική αναφορά για τον Ιερέα Αθανάσιο Νικολάου, με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1850, στην οποία αναφέρεται ότι χρήζει αναρρωτικής αδείας δύο μηνών, προκειμένου να μεταβεί σε ιαματικά λουτρά. Πριν από αυτήν, υπάρχει μια παλαιότερη γνωμάτευση, που αναγράφεται ως «ένδειξη ιατρική», με ημερομηνία, 15 Ιουνίου 1850 και στην οποία γίνεται λόγος ότι ο Ιερέας Αθανάσιος, πάσχει από χρόνιους ρευματισμούς.
Σε συνέχεια αυτών των γνωματεύσεων, ακολουθεί μια αναφορά του εν λόγω Ιερέως, με την οποία ζητά να του χορηγηθεί άδεια δύο μηνών με αποδοχές, προκειμένου να μεταβεί και να κάνει τα ιαματικά λουτρά τα οποία συνιστούν οι ιατροί που υπογράφουν τα αντίστοιχα έγγραφα και είναι προφανώς διαφορετικά πρόσωπα. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται χωρίς να είμαστε και σίγουροι, βλέποντας τις υπογραφές που υπάρχουν σε αυτά τα κείμενα, που είναι διαφορετικές καθ’ όσον τα ονόματα είναι δυσανάγνωστα. Το 3ο Ελαφρύ Τάγμα Οροφυλακής, μετά την αναφορά του Ιερέως του, στις 8 Αυγούστου 1850, ξαναστέλνει την αναφορά του, καθ’ όσον το Υπουργείο δεν είχε απαντήσει μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο.
Συνεχίζεται {42}