Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Μπροστά στη μορφή ενός ήρωα αγωνιστή και ασυμβίβαστου κληρικού, όπως του Γεωργίου Φουντουλάκη, που παρουσιάσαμε στην προηγούμενη αναφορά μας, μένουμε άφωνοι, μπροστά σε αυτή την ορμή που τον κατείχε και τον έκανε να διαπρέψει σε όλες εκείνες τις μάχες που έλαβαν χώρα κατ’ εξοχήν στις επαρχίες των δύο Νομών, Χανίων και Ρεθύμνης, αλλά και περιστασιακά και στο Νομό Ηρακλείου. Θαυμάσαμε την αντοχή και το απαράμιλλό θάρρος που έκρυβε. Δεν υπήρχαν όρια και σύνορα γι’ αυτόν, στον αγώνα του Έθνους. Δεν υπήρχαν όρια και αντοχές.
Η δύναμη την οποία είχε, πήγαζε μέσα από την αστείρευτη παρουσία, δύναμη και υπεροχή του Σταυρού. Το όπλο του Σταυρού ενδυνάμωνε, ενίσχυε, στήριζε, προστάτευε, παρηγορούσε και κατεύθυνε τους αγώνες που έδινε, αυτός και οι συναγωνιστές του καθημερινά, μέχρι θανάτου. Πολεμάς μέχρι να πέσεις, ήταν το σύνθημα και με την προϋπόθεση, αφού πρώτα έχεις νικήσει τον εχθρό και του έχεις δώσει το μήνυμα εκείνο, ότι εμείς δεν υποχωρούμε και δεν το βάζουμε κάτω, όσες δυνάμεις και ενισχύσεις και να φέρεις από παντού.
Εκτός του πιστοποιητικού το οποίο παρουσιάσαμε και αναφέρει τους αγώνες που συμμετείχε ο εν λόγω Ιερέας, στη συνέχεια βρίσκουμε ένα άλλο έγγραφο, από τον αρχηγό των όπλων της επαρχίας Ρεθύμνου. Ο αρχηγός των όπλων αναφέρει, ότι ο ίδιος τέθηκε επί κεφαλής σε όλες τις μάχες που διεξήχθησαν για την πολιορκία του Ρεθύμνου και σε αυτές τις μάχες συμμετείχε και πολέμησε ο Ιερέας Φουντουλάκης.
Το έγγραφο αυτό συντάχθηκε στην Αθήνα και υπογράφτηκε από τον Αντισυνταγματάρχη Δελληγιαννάκη, στις 27 Απριλίου 1841. Το γνήσιο της υπογραφής του συντάκτη του ανωτέρω εγγράφου επικυρώθηκε από τον εκπληρών χρέη Δημάρχου, στις 17 Δεκεμβρίου 1851. Και τα δύο αυτά έγγραφα, πέρα της σπουδαιότητας που έχουν στην παρούσα φάση για την συλλογή πληροφοριών για τον Ιερέα τον οποίο παρουσιάζουμε, σε συνδυασμό και με άλλα έγγραφα και στοιχεία, που υπάρχουν, παρουσιάζουν με πολύ σαφήνεια και φανερώνουν το πολεμικό σκηνικό της εποχής εκείνης.
Και ενώ όλα πηγαίνουν καλά και όλα φαίνεται να έχουν αίσιο τέλος με την παρουσία στη φρουρά Παλαμηδίου, αυτού του δραστήριου και γενναίου Ιερέα που αψηφά τον κίνδυνο και βρίσκεται μπροστάρης σε όλες τις καταστάσεις στις 19 Ιανουαρίου 1852, το Φρουραρχείο της Ναυπλίας, αποστέλλει έγγραφο προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στο οποίο αναφέρει ότι, κάλεσε τον Ιερέα Φουντουλάκη να παρουσιασθεί και να αναλάβει τη θρησκευτική του υπηρεσία και περαιτέρω οδηγίες σχετικά με τον διορισμό του και εκείνος αρνήθηκε την παραδοχή του διορισμού του προφορικώς.
Το Φρουραρχείο σε συνέχεια αυτής της αρνήσεως, προτείνει στο Υπουργείο να χορηγήσει στον Στρατιωτικό Ιερέα Στέφανο Σολίτη, την επιχορήγηση των τριάντα δραχμών, ποσό το οποίο αρνήθηκε ο Φουντουλάκης, προκειμένου να ιερουργεί μια φορά την εβδομάδα σε Ναό στο Παλαμήδι, προς ωφέλεια των υπηρετούντων στη Φρουρά εκείνη. Το Υπουργείο μπροστά σε αυτό το γεγονός, με έγγραφό του, στις 29 Ιανουαρίου 1852, καλεί το Φρουραρχείο να ενημερώσει τον Ιερέα Γεώργιο, ότι πρέπει αυτήν του την άρνηση, δηλαδή να μην αποδεχτεί τον διορισμό του, οφείλει να την στείλει εγγράφως σε κλειστό φάκελο στο Υπουργείο.
Ο Ιερέας Φουντουλάκης απαντά, αφού του κοινοποιείται το έγγραφο αυτό του Υπουργείου και αποστέλλει στο Φρουραρχείο Ναυπλίας την απάντησή του.
Καταγράφει μεταξύ των άλλων, ότι οι τριάντα δραχμές τις οποίες του χορηγούν ως αντιμισθία για το ποιμαντικό έργο το οποίο θα επιτελέσει στη Φρουρά, δεν του αρκούν, διότι είναι οικογενειάρχης και τα χρήματα αυτά, δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειάς του. Γράφει την αλήθεια. Παρουσιάζει τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν προσθέτει και δεν αφαιρεί τίποτα από αυτά τα οποία είναι η καθημερινότητά του. Δεν ζητιανεύει, δεν είναι πλεονέκτης, δεν κοιτάζει το προσωπικό του συμφέρον. Ζητά το αυτονόητο, δηλαδή να μπορεί να συντηρεί την οικογένειά του και να ζει με αξιοπρέπεια.
Στον καιρό του πολέμου θυσίασε τα πάντα για την πατρίδα. Έβαλε πάνω από όλα την πατρίδα, ξεχνώντας τους πάντες και τα πάντα. Στον καιρό του αγώνα η οικογένειά του ήταν οι συναγωνιστές του, με τους οποίους μοιράστηκε τις αγωνίες, τις στερήσεις, τους κινδύνους και την φρίκη του πολέμου. Με την νέα του οικογένεια, μοιράστηκε τους οραματισμούς για μια νέα πορεία, για μια ελεύθερη χώρα, σε έναν κόσμο που δεν θα υπάρχουν σκλάβοι, δούλοι και κατακτητές. Μέσα στη χάραξη αυτής της νέας πορείας μιας ελεύθερης χώρας, όπως ήταν και στο παρελθόν, στερήθηκε την οικογένειά του, κατ’ άλλους την απαρνήθηκε προσωρινά, χωρίς να μπορεί να την βοηθήσει και να την στηρίξει, αν και θα το ήθελε, όταν βρισκόταν κάτω από δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, εμπιστεύοντάς την στο έλεος και στην προστασία του Θεού.
Για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε μετά μεγάλης μας λύπης, ότι η πατρίδα κάποιες φορές, μέσα από την αστοχία και τους κακούς χειρισμούς κάποιων, αδίκησε κάποιους άλλους, που υπερέβαλαν εαυτόν, σε πολύ κρίσιμες στιγμές και περιόδους για την πορεία μας, μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μέσα και από το παράδειγμα του Ιερέως Φουντουλάκη, διαπιστώνουμε ότι η πατρίδα ξέχασε πολύ γρήγορα το τι προσέφερε ο εν λόγω Ιερέας στον αγώνα. Ξέχασε το ηρωικό του φρόνημα, λησμόνησε τις επιτυχίες που προσέφερε στο λαό που ελευθερωνόταν από τα δεσμά του τυράννου, αδιαφόρησε για την πορεία και την «τύχη» του.
Δεν περίσσευαν δυστυχώς λίγα χρήματα, για να μπορεί ο εν λόγω Ιερέας και η οικογένειά του να ζουν με αξιοπρέπεια και να μπορούν να χαίρονται αυτή την ελεύθερη ζωή που κατέκτησαν με αγώνες, χωρίς στερήσεις και προβλήματα. Η απάντηση που έδωσε ο Φουντουλάκης, ήταν ξεκάθαρη, αληθινή, χωρίς περιστροφές και διπλωματικά λόγια. Σαν γνήσιος Κρητικός, στάθηκε στο ύψος του και με παρρησία κατέθεσε αυτό που πίστευε, χωρίς να προσθέσει κάτι, χωρίς να παρακαλέσει, χωρίς να χάσει την αξιοπρέπεια του, κάτι που δεν έκανε ποτέ και πάνω από όλα χωρίς να σκύψει το κεφάλι, αφού δεν το έσκυψε ούτε στον κατακτητή.
Μετά την απάντηση αυτή που έλαβε από τον Ιερέα δια του Φρουραρχείου, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 8 Φεβρουαρίου 1852, διατάζει το ποσό των τριάντα δραχμών να δίνεται στον Ιερέα Στέφανο Σολίτη, προκειμένου να εκτελεί και τα θρησκευτικά καθήκοντα στη Φρουρά του Παλαμηδίου. Έτσι με αυτή την απάντηση από το Υπουργείο, πολύ τυπικά, άψυχα, απρόσωπα, κλείνει το κεφάλαιο εκείνο που λέγεται Γεώργιος Φουντουλάκης, παραδίδοντάς το στη λήθη της ιστορίας.
Το κεφάλαιο αυτό δεν έκλεισε, γιατί οι ήρωες δεν πεθαίνουν, δεν διαγράφονται, δεν λησμονιούνται. Η προσφορά τους μένει μέσα στο διάβα των αιώνων, για να παραδειγματίζει όλους εκείνους που θέλουν μια ζωή με ποιότητα και ουσία. Οι ήρωες δεν έχουν ανάγκη προβολής και διαφήμισης. Δεν ζητούν επαίνους και έπαθλα. Χαίρονται μέσα από την αφάνεια, μέσα από την υποτιθέμενη λήθη, μέσα από την ήσυχη και αθόρυβη προσφορά τους, που κάνει τους αληθινούς και μόνο ανθρώπους, να εμπνέονται και να καθοδηγούνται ακόμα και μόνοι στην κατάκτηση της δόξας, μέσα από την προσφορά τους.
Στη συνέχεια συναντούμε μια αναφορά, στις 3 Ιανουαρίου του 1852, την οποία αποστέλλει ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Αδάμ, στη Διοίκηση του 2ου Ελαφρύ Τάγματος της Οροφυλακής, όπου υπηρετεί. Με την αναφορά του αυτή ζητά, να προσκολληθεί στο «εν Χαλκίδι εδρεύον 3ο Τάγμα της Οροφυλακής»,εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Σημειώνεται επίσης σε αυτή την αναφορά ότι η μετάθεση την οποία ζητά, δεν θα δημιουργήσει κάποιο πρόβλημα, ούτε θα επιφέρει κάποια αναστάτωση στην τοποθέτηση των Ιερέων, αφού έχει προϋπάρξει συνεννόηση με τον Ιερέα Αθανάσιο Νικολάου, ο οποίος υπηρετούσε στο 3ο Τάγμα και επιθυμεί να μετατεθεί στο 2ο Τάγμα.
Άρα έχουμε να κάνουμε με μια αμοιβαία μετάθεση, όπου και οι δύο πλευρές συμφωνούν, διευκολύνοντας ο ένας τον άλλον. Σε αυτό το σημείο θέλουμε για μια ακόμα φορά να επισημάνουμε το όνομα του Ιερέως Αθανασίου Νικολάου, τον οποίο η Ιερά Σύνοδος είχε ζητήσει – απαιτήσει από το Υπουργείο των Στρατιωτικών να τον απολύσει και να προσλάβει κάποιον άλλον που η ίδια είχε προτείνει. Αφού για μια ακόμα φορά συναντούμε το όνομα του ως εν ενεργεία Στρατιωτικό Ιερέα διαπιστώνουμε, ότι παραμένει στη θέση του, χωρίς να έχει γίνει τίποτα από αυτά που διατάσσει η Ιερά Σύνοδος.
Το 9ο Ελαφρύ Τάγμα της Οροφυλακής, στις 14 Φεβρουαρίου 1852, με αναφορά του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών αναφέρει ότι στις 12 Φεβρουαρίου του αυτού έτους, απεβίωσε ο Ιερέας του και προτείνει να προσληφθεί ο Ιερέας Παπανικολής, με μηνιαία αντιμισθία εξήντα δραχμές. Το Υπουργείο στις 5 Μαρτίου 1852, εγκρίνει το ανωτέρω αίτημα της Διοικήσεως του Τάγματος.
Προχωρώντας την έρευνά μας, βρίσκουμε μια άλλη αναφορά του 3ου Πεζικού Τάγματος, που εδρεύει στο Μεσολόγγι, στις 21 Ιανουαρίου 1852, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών. Στην αναφορά αυτή αναφέρεται ότι στο Τάγμα υπάρχει ένας Ιατρός ονόματι Νήδερ, έχοντας διορισμό από της 3 Νοεμβρίου 1848, κατόπιν της υπ’ αριθμό 20185 διαταγής, με μηνιαία αντιμισθία εκατό δραχμές. Εκτός του Ιατρού που υπάρχει στο Τάγμα, υπηρετεί και ένας Ιερέας από το Αντίρριο, ονόματι Παπαγεωργίου, με μηνιαία αντιμισθία τριάντα δραχμές, χωρίς το Τάγμα να γνωρίζει με βάση ποιάς διαταγής χορηγείται το εν λόγω προσόν, στον συγκεκριμένο Ιερέα.
Κατόπιν του παραπάνω εγγράφου, το Υπουργείο απαντά στις 3 Μαρτίου 1852, διατάσσοντας να μειωθεί το ποσό αυτό που δίνεται στον Ιερέα, από τριάντα δραχμές, σε δώδεκα. Θα δούμε στην πορεία της έρευνάς μας, με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, αν υπήρξε αντίδραση από τον Ιερέα ή αποδέχτηκε την μείωση αυτή.
Συνεχίζεται {49}