Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την πορεία μας στο παρελθόν, με τους Στρατιωτικούς Ιερείς, θα συναντήσουμε στο ξεκίνημα αυτού του έτους 1851, τον Ιερέα της Φρουράς της πρωτευούσης, Ηλία Λύτσικα. Ο εν λόγω Ιερέας, με αναφορά του προς το Φρουραρχείο, στις 8 Ιανουαρίου, αναφέρει ότι δυνάμει του Βασιλικού διατάγματος 13748, του χορηγήθηκε μια μηνιαία αντιμισθία της τάξεως των σαράντα δραχμών, χάριν της πολυετούς υπηρεσίας του. Όμως κάποια στιγμή, με υπουργική απόφαση, αυτό το επιμίσθιο το οποίο έπαιρνε διακόπηκε, άνευ λόγου και αιτίας. Με νέο όμως υπουργικό διάταγμα, στις 26 Οκτωβρίου 1844,του επαναχορηγήθηκε, αλλά την 1η Απριλίου 1848 και πάλι σταμάτησε να το λαμβάνει.
Με την αναφορά την οποία καταθέτει τώρα, μετά την σύντομη αναδρομή που έκανε στο παρελθόν για το θέμα αυτό, ζητά να υποβληθεί εκ νέου αυτή του η αναφορά, προκειμένου να εξετασθεί από τα αρμόδια όργανα του υπουργείου και να εκδοθεί καινούρια απόφαση, ώστε να λαμβάνει το επιμίσθιο το οποίο ελάμβανε και στο παρελθόν. Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 8 Μαρτίου 1851, απαντά στην αναφορά αυτή τονίζοντας, ότι όταν χορηγήθηκε το εν λόγω επιμίσθιο στον συγκεκριμένο κληρικό, στη Φρουρά υπηρετούσε μόνος του, ενώ τώρα υπάρχει και άλλος τοποθετημένος Ιερέας στη Φρουρά και έτσι υπάρχει κατανομή της ποιμαντικής διακονίας στην πρωτεύουσα. Επομένως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σταμάτησε να του χορηγείται η αντιμισθία αυτή και ως εκ τούτου, δεν πρόκειται να ικανοποιηθεί το αίτημα του Ιερέα Ηλία.
Το Φρουραρχείο της Βόνιτσας, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, αναφέρει ότι στη φρουρά δεν υπάρχει τοποθετημένος Στρατιωτικός Ιερέας. Ζητά την άδεια για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των εκεί υπηρετούντων, να διορίσουν τον Εφημέριο του Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, με παράλληλα προφανώς καθήκοντα και με μηνιαίο μισθό είκοσι δραχμές. Το Υπουργείο, στο ανωτέρω αίτημα απαντά θετικά εγκρίνοντας την θρησκευτική υπηρεσία της εν Βονίτση Φρουράς να ανατεθεί στον ανωτέρω Εφημέριο, ο οποίος είναι Ιερομόναχος, με αντιμισθία έξι δραχμών.
Για μια ακόμα φορά, μέσα από το αίτημα του Φρουραρχείου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο ανωτέρω έγγραφο, βλέπουμε την αγωνία και την δίψα των διοικούντων στο χώρο της ευθύνης των, να έχουν τον δικό τους Ιερέα, τον δικό τους παπά, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήθελαν να έχουν έναν πατέρα, μια μορφή ξεχωριστή, που θα προσφέρει χρώμα και φως, μέσα στη σκοτεινιά και την μονοτονία της καθημερινότητας των. Η παρουσία του Ιερέως δεν ήταν τυπική και δεν ζητούσαν έναν επιπλέον τύπο, μέσα στους τύπους που είχαν να εφαρμόσουν. Η παρουσία του Ιερέως ήταν μια ανάγκη, ήταν μια απαίτηση, εσωτερική και εξωτερική, για την καλλιέργεια της ψυχής των και την ανάπαυση του σώματος και του πνεύματος, μέσα από τις μάχες που έδιναν καθημερινά.
Ένας άλλος Ιερέας ο Γεράσιμος Μπάρκας, στις 12 Ιανουαρίου 1851, απευθυνόμενος στη Διοίκηση του Τάγματος που ανήκει, ζητά να του χορηγηθεί μηνιαία κανονική άδεια, προκειμένου να μεταβεί στην Αθήνα, για να διεκπεραιώσει προσωπικές του υποθέσεις. Στην αναφορά μεταξύ των άλλων αναφέρει, ότι κατά την διάρκεια της απουσίας του από τη θέση του, θα τον αναπληρώνει ένας άλλος κληρικός, ονόματι Αλέξανδρος, ώστε να μην υπάρξει κανένα πρόβλημα και να μην δημιουργηθεί καμία αναστάτωση, σε ότι θα χρειαστεί το Τάγμα κατά την διάρκεια της απουσία του.
Αυτό που αναφέρεται στην αναφορά αυτή το έχουμε ξανασυναντήσει και άλλη φορά, σε άλλες αναφορές άλλων Ιερέων, που πραγματικά δείχνει το αληθινό τους ενδιαφέρον για αυτό το οποίο έκαναν και το οποίο όχι μόνο αγαπούσαν, αλλά και νοιάζονταν για την συνέχειά του, αφού ο θερισμός μέσα στον αγρό του Κυρίου δεν έχει τέλος, ενώ οι εργάτες, αν και είναι λίγοι, το έργο τους είναι μοναδικό, γιατί το ευλογεί και το σκεπάζει η χάρις του Θεού.
Σε προηγούμενη αναφορά μας είχαμε αναφέρει για τον Αρχιμανδρίτη Ζώτο, ο οποίος μέσα από διάφορες αναφορές που ο ίδιος είχε συντάξει και καταθέσει στην Διοίκηση στην οποία ανήκε, αλλά και με ιατρικές γνωματεύσεις που είχε προσκομίσει, ότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, τα οποία του δημιουργούσαν προβλήματα στην διακονία του, ενώ αδυνατούσε κάποιες φορές να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του στρατεύματος. Έτσι και τώρα συναντούμε μια αλληλογραφία, σχετικά με την αδυναμία του συγκεκριμένου κληρικού, να ακολουθήσει το Τάγμα στο οποίο ανήκε, ένεκα ασθενείας. Σε αυτήν την αλληλογραφία, για μια ακόμα φορά υπάρχει μια καινούρια ιατρική βεβαίωση, που πιστοποιεί την ασθένεια από την οποία πάσχει ο ανωτέρω Ιερέας.
Στην πορεία μας συναντούμε μια αναφορά του 2ου Τάγματος Πεζικού, με την οποία ενημερώνει το Υπουργείο των Στρατιωτικών, ότι ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης, επέστρεψε στη θέση του. Κατά την περίοδο της απουσίας του, το Τάγμα προκειμένου να έχει τον Ιερέα του, είχε αναθέσει αυτήν την ποιμαντική διακονία στον Ιερέα Γεώργιο Αγαθάγγελο. Ζητά λοιπόν από το Υπουργείο, ποιόν από τους δύο να διορίσει ως Ιερέα του Τάγματος, ώστε να του αναθέσει πλέον επίσημα την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων και αυτοί να γνωρίζουν πλέον, ότι ο συγκεκριμένος Ιερέας έχει την ποιμαντική ευθύνη του Τάγματος.
Με την αναφορά την οποία συναντήσαμε από το 2ο Τάγμα Πεζικού, ξεκινά μια αλληλογραφία, μεταξύ του Ιερέως, του Τάγματος και του Υπουργείου, προκειμένου να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα, τα οποία όπως φαίνονταν εξ’ αρχής ήταν λίγο μπερδεμένα και τα οποία στην πορεία, κάπου δυσκόλεψαν και τον ίδιο τον Ιερέα, αλλά και τα αρμόδια Υπουργεία, που έπρεπε να τοποθετηθούν. Αρχικά δεν συναντούμε την Εκκλησία και την τοποθέτησή της στο θέμα αυτό, αφού δική της επιλογή ήταν ο εν λόγω κληρικός. Δεν ξέρουμε στην πορεία ποια θα είναι η θέση της απέναντι του προσώπου αυτού, αφού ο Ρωμανίδης, επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε καθαρά σε μια εκκλησιαστική θέση, που δεν είχε να κάνει με το στράτευμα, αλλά όπως φάνηκε μέσα από τη σχετική αλληλογραφία, αυτό έγινε με την ανοχή και την έγκριση του Υπουργείου των Στρατιωτικών.
Ο Ρωμανίδης αποστέλλει αναφορά στη Διοίκηση του Τάγματος στο οποίο ανήκει και λέμε ανήκει και όχι ανήκε, διότι το Υπουργείο είχε προτείνει να μην διαγραφεί από την δύναμη του Τάγματος, αλλά να φαίνεται αποσπασμένος στη θέση στην οποία υπηρετούσε. Από αυτό παίρνει αφορμή ο Ρωμανίδης στις 14 Αυγούστου 1854 και αποστέλλει την αναφορά του, στην οποία κάνει λόγο ότι με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, διορίστηκε Αρχιερατικός Επίτροπος, ενώ από την θέση στην οποία βρισκόταν προηγουμένως, του χορηγήθηκε απροσδιόριστη άδεια, από 15 Απριλίου 1850, μέχρι και τον Οκτώβριο του 1854.
Η αιτία που έκανε την αναφορά του αυτή, όπως καταγράφει ο ίδιος, ήταν ότι με δυσκολία λάμβανε τον μισθό που του χορηγείτο. Νωρίτερα από αυτήν την αναφορά, πρέπει να γνωρίζουμε, ότι είχε κάνει μια άλλη, στις 7 Μαρτίου 1851, με την οποία ζητά από την Διοίκηση του 2ου Τάγματος της Γραμμής, να τον διορίσει και πάλι στην ενέργεια και επειδή δεν έχει πάρει τους προηγούμενους μισθούς του, παρακαλεί την Διοίκηση να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες που απαιτούνταν, προκειμένου να δικαιωθεί. Έτσι δεν μας εκπλήσσει η αναφορά το 1854,ή η επιστροφή του στην προηγούμενη θέση του, γιατί αποτελεί συνέχεια των ενεργειών του Στρατιωτικού Ιερέως- Αρχιερατικού Επιτρόπου, για την αποκατάσταση της τάξεως και όλων εκείνων που αρχικά είχαν συμφωνηθεί και όπως φαίνεται στην πορεία άλλαξαν ή τροποποιήθηκαν, για άγνωστους λόγους και αιτίες.
Η Διοίκηση λαμβάνοντας αυτές τις αναφορές, σε συνδυασμό και με την αναφορά που είχε συντάξει με την επιστροφή του Ιερέως στη θέση του, τα αποστέλλει στο Υπουργείο, όπου ο Γενικός Γραμματέας, ζητά να προσδιορίσει και να προσκομίσει το 2ο Τάγμα τρία πράγματα, που αφορούν την υπόθεση αυτή και μέσα από τις επεξηγήσεις που θα δοθούν, θα υπάρξει μια σαφή εικόνα, με σωστές τοποθετήσεις, με καινούριες κατευθύνσεις και λήξη των οποιοδήποτε παρεξηγήσεων ή παρερμηνειών των αποφάσεων του παρελθόντος.
Ζητείται λοιπόν από το Υπουργείο ꞉ α. Με ποια απόφαση και ποιο διάταγμα, χορηγήθηκε άδεια στον Στρατιωτικό Ιερέα. β. Πότε επέστρεψε και πότε παρουσιάσθηκε στο Τάγμα και γ. να επισυναφτεί το φύλλο αδείας που του χορηγήθηκε. Στην εν λόγω αλληλογραφία που εξετάζουμε, υπάρχει ένα πιστοποιητικό, όπου το πήραν από το βιβλίο αδειών και αναφέρει ότι ꞉ «ο μεταβάς αρχιμ. Ρωμανίδης του 2ου Τάγματος έλαβε μια δεκαπενθήμερη άδεια την 19 Απριλίου 1850 επανήλθεν ενταύθα την 8 Οκτωβρίου του ιδίου έτους».
Το πιστοποιητικό αυτό εκδόθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1854, έχει σφραγίδα του Φρουραρχείου και το υπογράφει ο Φρούραρχος των Αθηνών. Το 2ο Τάγμα στις 19 Οκτωβρίου 1854, απευθυνόμενο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών απαντά στα ανωτέρω ερωτήματα μέσα από την αλληλογραφία και τα στοιχεία τα οποία διέθετε. Έτσι λοιπόν αναφέρει ότι ο Ιερέας πήρε αρχικά μια δεκαπενθήμερη άδεια και ότι το Υπουργείο με το υπ’ αριθμόν 6968/1/51850, του χορήγησε άδεια μέχρι νεωτέρας διαταγής, ενώ με το υπ’ αριθμόν 2730/24/2/1851, αποφασίζει να του χορηγούνται κανονικά οι αποδοχές. Επίσης αναφέρει ότι δεν υπάρχει φύλλο πορείας του Ρωμανίδη.
Συνεχίζεται {45}