Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Σε προηγούμενη αναφορά μας είχε καταγράψει την επιθυμία αρκετών Ιερέων για να τοποθετηθούν ως Στρατιωτικοί Ιερείς στην κενή θέση του Αρχιμανδρίτη Ρωμανίδη, μετά την τοποθέτησή του σε άλλη εκκλησιαστική διακονία, εκτός στρατεύματος. Μέσα από τις αναφορές που παρουσιάσαμε, γνωρίσαμε καινούρια πρόσωπα και καταγράψαμε αρκετά προσωπικά και υπηρεσιακά στοιχεία που αφορούσαν τους ενδιαφερομένους Ιερείς. Στις 12 Αυγούστου 1850, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αποστέλλει έγγραφο στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, με το οποίο υπενθυμίζει παλαιότερο αίτημά του, σχετικά με το να προωθήσει προς την Ιερά Σύνοδο, τον διορισμό του Αρχιμανδρίτη Μελετίου στην κενή θέση που αναφέραμε.
Το Υπουργείο μεταξύ των ενδιαφερομένων κληρικών, είχε προτείνει τον ανωτέρω Ιερέα με βάση τα τυπικά του προφανώς προσόντα και όπως τον είχε εκτιμήσει και από άλλες πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτή. Βεβαίως η Ιερά Σύνοδος στο αίτημα αυτό, για την πλήρωση της κενής θέσης Στρατιωτικού Ιερέως, τελικά προέβαλλε έναν άλλο κληρικό από την Άνδρο, ονόματι Δημήτριο Κουμαριανό. Στην απάντηση την οποία απέστειλε προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 12 Μαΐου 1850, αναφέρει για τον εν λόγω πρεσβύτερο, ότι προσέφερε ꞉ «πολλές εκδουλεύσεις και θυσίας προς την πατρίδα καθ’ ο φέρη πιστοποιητικόν έγγραφον» και επίσης αναφέρει ότι έχει πολυάριθμο οικογένεια.
Έτσι ενώ το έγγραφο της Ιεράς Συνόδου εκδόθηκε και στάλθηκε στο Υπουργείο το Μάιο του 1850, το Υπουργείο το αποστέλλει με αρκετή καθυστέρηση και ύστερα από την εκ νέου ενόχληση, στις 14 Αυγούστου 1850. Με τη λήψη του παρόντος εγγράφου, η οποιαδήποτε προτίμηση για τον οποιοδήποτε κληρικό, από οποιαδήποτε πλευρά, παύει να έχει νόημα, αφού η Διοικούσα Εκκλησία, κατά κάποιο τρόπο έχει καταλήξει στο πρόσωπο το οποίο εγκρίνει και θεωρεί ως αξιόπιστο και κατάλληλο για αυτή τη θέση και για την συγκεκριμένη ποιμαντική διακονία που θα του ανατεθεί. Επομένως, απομένει να δούμε το έγγραφο του διορισμού του από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, ως το αρμόδιο όργανο, που καλείται να υλοποιήσει την απόφαση και επιθυμία της Εκκλησίας, αφού και αυτή έχει λόγο στο θέμα αυτό και στη συνέχεια να προσλάβει και να διορίσει τον προτεινόμενο κληρικό.
Στη συνέχεια βρίσκουμε μια αναφορά του Ιερέα της Φρουράς της πρωτευούσης, του Ηλία Λύτσικα, με την οποία ζητά, απευθυνόμενος στο Φρουραρχείο Αθηνών, την μετάθεσή του, για λόγους υγείας. Αναφέρει ότι οι ασθένειες τις οποίες φέρει και τον ταλαιπωρούν, τον αναγκάζουν να ζητήσει να μετατεθεί σε άλλη φρουρά και συγκεκριμένα να τοποθετηθεί στο 2ο Τάγμα Πεζικού.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, στις 5 Σεπτεμβρίου 1850, απευθυνόμενο στο Φρουραρχείο του Ναυπλίου, ζητά να τους γνωρίσει επακριβώς, ποια υπηρεσία εκτελεί έκαστος των τριών Ιερέων που βρίσκονται στο Ναύπλιο. Βλέπουμε στην περιοχή εκεί να υπηρετούν τρεις Ιερείς. Αυτό δεν πρέπει να μας προκαλεί απορίες και ερωτηματικά, διότι μέχρι το 1834, το Ναύπλιο αποτελούσε την πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και εκεί υπήρχε και το μεγαλύτερο μέρος του Στρατού, Νοσοκομεία, η Σχολή Ευελπίδων και άλλες Μονάδες και Τάγματα, τα οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει ένας μόνο κληρικός όπως είχαμε δει και στο παρελθόν. Επίσης όπως είχαμε δει και είχαμε σημειώσει, υπήρχε επιπλέον και ένας κληρικός της Δυτικής Εκκλησίας για τους υπηρετούντες που ανήκαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Μετά το έγγραφο αυτό του Υπουργείου, προς το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, δεν βρήκαμε καμία απάντηση στο υπόλοιπο του έτους του 1850. Δεν γνωρίζουμε εάν απάντησε ή όχι. Δεν πιστεύουμε σε καμία περίπτωση, ότι δεν δόθηκε σημασία στο ανωτέρω έγγραφο και πέρασε απαρατήρητο, χωρίς να απαντηθεί. Μάλλον δεν σώθηκε η απάντηση η οποία στάλθηκε από το Φρουραρχείο, στο αρχείο που εξετάζουμε και ενημερώνει για το θέμα το οποίο το Υπουργείο ήθελε να έχει μια εικόνα για το προσωπικό του και δη για τους Ιερείς του.
Με την είσοδό μας στο 1851 και συγκεκριμένα στις 29 Ιανουαρίου, βρίσκουμε ένα έγγραφο από το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, προς το Υπουργείο, που εν μέρει καλύπτει το ερώτημα το οποίο έθετε σχετικά με την παρουσία και το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων στην Φρουρά εκείνη. Καταγράφεται στο έγγραφο αυτό, ότι στη Φρουρά δεν υπάρχει Ιερέας του Δυτικού δόγματος και όταν χρειάστηκε να γίνει η ταφή ενός στρατιώτου διαμαρτυρομένου που απεβίωσε, την Εξόδιο Ακολουθία την έκανε Ιερέας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και δη ο Στρατιωτικός Ιερέας της Φρουράς, χωρίς να αναφέρει το όνομά του.
Μετά την πληροφορία αυτή, ότι δεν υπάρχει Ιερέας του Δυτικού δόγματος, το Φρουραρχείο προτείνει προς το Υπουργείο, τις αποδοχές τις οποίες δικαιούται να λαμβάνει ο Ρωμαιοκαθολικός Ιερέας και ανέρχονται στο ποσό των τριάντα δραχμών, να τις λαμβάνει ο Ιερέας Στέφανος Σολίτης, ο οποίος, επί τρία χρόνια που υπηρετεί σε εκείνη τη φρουρά, λαμβάνει μισθό τριάντα οχτώ δραχμές και με τον μισθό αυτό, δεν μπορεί να ζει αυτός και η οικογένειά του με αξιοπρέπεια. Αυτά καταγράφονται από ένα τρίτο πρόσωπο και δη τον Διοικητή της Φρουράς, ο οποίος υπογραφεί το εν λόγω έγγραφο και έχει την ευθύνη των αναγραφομένων σε αυτό.
Ότι γράφει και ότι προτείνει, είναι μέσα από την προσωπική εικόνα που έχει στο χώρο που βρίσκεται και διοικεί και όχι από ακούσματα, φήμες ή λόγια που έρχονται σε αυτόν από τρίτους. Ο Φρούραρχος έβλεπε η κατάσταση πως είχε, τι απαιτήσεις, τι ανάγκες υπήρχαν, τι προτεραιότητες έπρεπε να δώσει για το καλό του στρατεύματος στη Φρουρά που διοικούσε. Είχε προσωπική εικόνα του έργου που προσέφερε ο Ιερέας της Φρουράς, αλλά και τις ανάγκες τις οποίες είχε και τις οποίες έπρεπε να καλύψει, προκειμένου να οικονομεί τα της οικογενείας του. Και όλα αυτά και μέσα σε όλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες που υπήρχαν, ο Ιερέας, ως πιστός οικονόμος και φρόνιμος εργάτης, με συναίσθηση του έργου και της αποστολής του, μα πάνω από όλα με φόβο Θεού, συνέχιζε να εργάζεται, διακονώντας στον αγρό του Κυρίου και να σπέρνει τα πνευματικά σπέρματα του Λόγου του Θεού, αφήνοντας τις μικρότητες και τα υλικά κατά μέρος.
Βεβαίως ο Ιερέας Σολίτης, με παλαιότερη αναφορά του είχε ζητήσει αύξηση του μισθού του, αλλά τότε η απάντηση την οποία εισέπραξε από το αρμόδιο όργανο ήταν, ότι αν δεν μπορούσε να συνεχίσει με αυτόν τον μισθό που του έδιδαν, να δηλώσει κατά κάποιο τρόπο παραίτηση και να φύγει από το στράτευμα. Βλέπετε με απλές διαδικασίες και με λίγα λόγια απλά, άχρωμα, απρόσωπα, λύνουμε τα θέματα, χωρίς να σκύβουμε με σεβασμό και με προσοχή πάνω στο αίτημα και στην ανάγκη του άλλου, όπως το έχουμε επισημάνει και παλαιότερα.
Δεν μας νοιάζει το πρόσωπο, δεν μας απασχολεί ο άνθρωπος. Αυτό που κοιτάζουμε είναι μόνο να τηρούμε τον τύπο και όχι την ουσία των πραγμάτων. Να μένουμε στην επιφάνεια και να μην προχωρούμε στο βάθος και στην ομορφιά της αλήθειας. Να αντιμετωπίζουμε την ασθένεια και το πρόβλημα με έναν εντελώς επιπόλαιο και επιβλαβή τρόπο και να μην κοιτάζουμε την αιτία και την πηγή του τραύματος για να το θεραπεύσουμε. Πάντως και σε αυτό το έγγραφο, αν και δεν υπήρξε απάντηση από το Υπουργείο, αρκέστηκε προφανώς σε αυτά που καταγράφηκαν και σχημάτισαν προφανώς εικόνα, όταν το έγγραφο έφτασε στον αποδέκτη, στις 28 Φεβρουαρίου 1851, διαβάζοντάς το και εξετάζοντάς το οι αρμόδιοι, έγραψαν στο πλάι ως υποσημείωση ꞉ « επί του παρόντος εις το αρχείον».
Επιστρέφουμε πάλι στο έτος 1850 και δη στις 8 Σεπτεμβρίου και εκεί συναντούμε ένα έγγραφο του Φρουραρχείου της Πύλου, στο οποίο κάνει λόγο για τον Ιερέα της πόλεως Παρθένιο, ο οποίος λαμβάνει αντιμισθία τριάντα δραχμών, καλύπτοντας το κενό που υπάρχει από Στρατιωτικό Ιερέα στη Φρουρά αυτή, εκτελώντας εκείνος τα θρησκευτικά καθήκοντα. Έτσι επειδή δεν υπάρχει άλλος διαθέσιμος Ιερέας από την υπηρεσία και ούτε πρόκειται να διοριστεί, ζητά πλέον το Φρουραρχείο από το Υπουργείο εν μέρει, να εγκρίνει και κατά κάποιο τρόπο να διορίσει ανεπίσημα, τον Ιερέα Παρθένιο στη Φρουρά αυτή, προκειμένου να την εξυπηρετεί και να λαμβάνει ως αντιμισθία το ποσό των τριάντα δραχμών.
Μετά από αυτή την κίνηση του Φρουραρχείου της Πύλου, βρίσκουμε μια αναφορά του Ιερέα Παρθενίου, που την απευθύνει στο 3ο Ελαφρύ Τάγμα της Οροφυλακής και σε αυτήν την αναφορά κάνει λόγο για το έργο το οποίο επιτελεί εντός και εκτός της φρουράς και ζητά να του χορηγηθεί ένα ποσό για τις ορκωμοσίες που τέλεσε σε διάφορους καταταχθέντες στρατιώτες. Αυτή η αναφορά προωθήθηκε από του Τάγμα της Οροφυλακής στο Υπουργείο και αυτό με τη σειρά του απευθυνόμενο στο Αρχηγείο της Χωροφυλακής, ζητά να διατάξει την Μοιραρχία Λακωνίας, να πληρώσει τον εν Σπάρτη Εφημέριο, για τις ορκωμοσίες τις οποίες τέλεσε και το ποσό το οποίο θα δοθεί σε αυτόν, να καταλογιστεί σε βάρος των εξόδων ή του ταμείου του Τάγματος της Οροφυλακής.
Ο Στρατιωτικός Ιερέας της Φρουράς της Λαμίας, στις 29 Ιουλίου 1850, απευθυνόμενος στο Φρουραρχείο αναφέρει ότι στην φρουρά αυτή υπηρετεί δεκαπέντε χρόνια ꞉ «ενεργών τα πνευματικά καθήκοντα και εν γένει τα λοιπά θρησκευτικά χρέη εις αυτήν εκτός δε τούτων όλων έχων την ιερατικήν υπηρεσία του ενταύθα Νοσοκομείου και των διαφόρων εδρευόντων ενταύθα αρχηγείων της δημοσίου δυνάμεως». Όλα αυτά τα αναφέρει πιστεύουμε νοιώθοντας αδικημένος έναντι των άλλων συναδέλφων του ή ακόμα και των λοιπών Αξιωματικών του στρατεύματος, υπογραμμίζοντας, ότι ο μισθός τον οποίο λαμβάνει, ανέρχεται στις δεκαέξι δραχμές.
Μέσα σε μια Φρουρά στην οποία ζει και κινείται, με πολλές υπηρεσίες και Νοσοκομείο και τονίζουμε την διακονία σε Νοσοκομείο, που είναι πάρα πολύ ευαίσθητη, έντονη, απαιτητική και διακριτική, αγωνίζεται καθημερινά χωρίς να σταματά, χωρίς να κοιτάζει υπαλληλικά ωράρια και συμβάσεις εργασίες, έρχεται να ζητήσει θα λέγαμε το αυτονόητο. Βεβαίως από τα στοιχεία που έχουμε μέχρι σήμερα παρουσιάσει, μετά από αυτό που διαβάσαμε καταλαβαίνουμε, ότι αυτός ο Ιερέας ήταν ο πιο αδικημένος από όλους, λαμβάνοντας τον χαμηλότερο μισθό από όλους είτε Στρατιωτικούς είτε προσκολλώμενους Ιερείς στο στράτευμα.
Η αναφορά του αυτή προωθήθηκε, όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις, προκειμένου να εξετασθεί το θέμα του και βλέπουμε το Υπουργείο άμεσα να αποφασίζει την αύξηση του μισθού του Ιερέως της φρουράς της Λαμίας, από δεκαέξι δραχμές σε είκοσι.
Συνεχίζεται {44}