(1854 -1860 Δ΄ ΜΕΡΟΣ)
Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων μέρα με τη μέρα, όλο γινόταν πιο επιτακτική και αναγκαία, όπως αυτό φαίνεται από τα σχετικά έγγραφα τα οποία συναντούμε στην έρευνά μας αυτή κα σας τα παρουσιάζουμε. Έτσι το 7ο Ελαφρύ Τάγμα της Οροφυλακής, στις 4 Μαΐου 1854, αποστέλλει υπηρεσιακό έγγραφο στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, με το οποίο αναφέρει ότι στο Τάγμα εκείνο, υπήρχαν πάρα πολλές θρησκευτικές τελετές και εκδηλώσεις και ήταν απαραίτητη η παρουσία του Ιερέως.
Κατόπιν τούτου, ζητά το Τάγμα από το Υπουργείο, να ορίσει κάποια μηνιαία αντιμισθία για τον Ιερέα που θα προσκαλούσαν κάθε φορά που έχρηζε ανάγκης λόγω των τελετών, μιας και δεν υπήρχε τοποθετημένος Στρατιωτικός Ιερέας. Το Υπουργείο λαμβάνοντας το αίτημα αυτό και αφού το εξέτασε, αποστέλλει στις 10 Μαΐου 1854, απάντηση στην οποία ανέφερε ότι : « εφόσον χρόνον δεν υπάρχει ιδικός μας Ιερέας προσδιορίζομεν δέκα δραχμές μηνιαίως αντιμισθία».
Στις 28 Ιουνίου 1854, το 2ο Ελαφρύ Τάγμα της Οροφυλακής, απευθυνόμενο προς το Αρχηγείο της κατά την Φθιωτιδοφωκίδα Στρατιωτικής Δυνάμεως, αναφέρει ότι επειδή δεν υπήρχε Στρατιωτικός Ιερέας, εδώ και δύο μήνες πριν την αποστολή του εγγράφου αυτού, την εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων, την έκανε ο Ιερέας του χωρίου που βρισκόταν εγκαταστημένο το Τάγμα, ονόματι Κωνσταντίνος Δημητρίου. Είναι χαρακτηριστική η προθυμία και η ευλάβεια που χαρακτήριζε τον εν λόγω Ιερέα, ώστε ο Διοικητής του Τάγματος, να αναφέρει τα ακόλουθα : « με όλην την απαιτούμενην ακρίβειαν και προθυμίαν θεωρούμεν δίκαιον ν’ ανταμιφθή δια τους όποιους καταβάλλει κόπους δ’ ενός μικρού μισθού ανταποκρινομένου εις αυτούς».
Το έγγραφο αυτό, όπως και άλλες φορές έχουμε αναφέρει και παρουσιάσει, προωθήθηκε ιεραρχικά προς το Υπουργείο και αυτό με τη σειρά του, με λίγη καθυστέρηση απήντησε, στις 12 Αυγούστου 1854, εγκρίνοντας να χορηγείται το ποσό των δέκα δραχμών στον ανωτέρω Ιερέα, αρχομένης της καταβολής του ποσού αυτού, από τον μήνα που κατέθεσε το Τάγμα την αναφορά. Σημειώσαμε ότι καθυστέρησε να απαντήσει το Υπουργείο στο αίτημα αυτό, διότι σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, εντός ολίγων ημερών υπήρχε η τοποθέτηση, είτε θετική είτε αρνητική. Προφανώς κάποιος λόγος θα υπήρχε για να γίνει αυτό, που μέσα από τα άψυχα χαρτιά τα οποία φυλλομετρούμε, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε άλλα πράγματα που δεν γράφονται.
Η επιθυμία κληρικών, να ενταχθούν μέσα στο χώρο τον Στρατιωτικό, δεν θα τελειώσει ποτέ, καθώς συναντούμε όλο και νέες αναφορές που κατατίθενται και άλλες από αυτές να προωθούνται από το Υπουργείο, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να προσληφθούν και να διοριστούν σε κάποια κενή θέση που υπήρχε ή σε κάποια που θα δημιουργείτο, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις που ίσχυαν, βάσει των Νόμων και άλλες θα ετίθεντο στο αρχείο, χωρίς να δίδονται περισσότερες διευκρινήσεις.
Όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα υπάρχει αυτή η διάθεση και προθυμία, να προσφέρουν τον εαυτό τους και την διακονική τους προσφορά Ιερείς, μέσα στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων. Πιστεύουμε και μέσα από τα προσωπικά μας βιώματα, αλλά και την μικρή αυτή εμπειρία που έχουμε αποκομίσει κατά τα χρόνια της ελάχιστης αυτής παραμονής μας σε αυτόν τον χώρο, η απόφαση αυτή, είναι πάρα πολύ μεγάλη και σπουδαία. Είναι μία απόφαση ζωής, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε. Σε αυτήν την απόφαση, δεν υπάρχουν πισωγυρίσματα, όπως γενικότερα και στην ιεροσύνη, την οποία έχουμε ενδυθεί. Δεν μπορούμε να κάνουμε πειράματα. Δεν μπορούμε να θέτουμε τον εαυτό μας ή την ποιμαντική μας διακονία σε πειραματισμούς.
Είναι μεγάλη αυτή η απόφαση, διότι πλέον τοποθετείς τον εαυτό σου μέσα σε έναν χώρο που είσαι μόνος. Τοποθετείς τον εαυτό σου μέσα σε έναν χώρο που αποτελεί ένα κομμάτι της κοινωνίας μας με πολλές ιδιαιτερότητες και ιδικούς χειρισμούς. Τοποθετείς τον εαυτό σου μέσα σε έναν χώρο που μέσα από τις επιλογές και την ποιμαντική σου διακονία ή θα μείνεις μόνος ή θα ανοίξεις και θα δημιουργήσεις όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται, προκειμένου μέσα από την επικοινωνία, συνεργασία και ενότητα, να προσφέρεις κάτι το διαφορετικό, κάτι το ουσιαστικό και μεγάλο, δείχνοντας ότι δεν είσαι μόνο για να είσαι, ούτε είσαι ο Ιερέας των τελετών.
Δεν χρειάζεται να κάνεις μεγάλα πράγματα. Δεν χρειάζεται να κάνεις ακροβατικά και ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα. Δεν χρειάζεται να λες μεγάλα και παχιά λόγια, που πολλές φορές δεν έχουν ανταπόκριση και δεν βγαίνει νόημα από αυτά τα λόγια, που φανερώνουν μια κενότητα στην ψυχή και γενικότερα στα έργα μας. Δεν ζητείται από κανέναν να κάνει θαύματα. Η εποχή μας μπορεί να ζητά θαύματα, εμείς δεν μπαίνουμε σε αυτή την διαδικασία, γιατί και με τα θαύματα, χωρίς την πίστη και χωρίς την ουσία των πραγμάτων που χρειαζόμαστε και πάλι τα θαύματα δεν έχουν καμία αξία, αλλά και οι άνθρωποι και πάλι δεν πιστεύουν. Τα θαύματα έρχονται μόνα τους, χωρίς να το περιμένεις, μέσα από την πίστη μας στο Θεό, που ενεργεί, όταν Εκείνος θελήσει να επέμβει και να μιλήσει στον άνθρωπο, με τον δικό του τρόπο, προκειμένου να τον οδηγήσει στην αλήθεια και στο φως.
Το μεγαλύτερο θαύμα όμως για εμάς που υπηρετούμε ως Στρατιωτικοί Ιερείς και πρέπει να το βιώνουμε και να το καλλιεργούμε προκειμένου να γευόμαστε τους καρπούς του είναι, το ότι βρισκόμαστε σε έναν χώρο που μέχρι και σήμερα είναι ο θεματοφύλακας των αξιών και των παραδόσεών μας και πάνω από όλα της αμωμήτου πίστεώς μας. Είναι θαύμα και το εννοώ αυτό όπως το καταγράφω και όπως το βιώνω καθημερινά, όπου σε αυτό το κομμάτι της κοινωνίας μας, οι άνδρες και γυναίκες που υπηρετούν, με ζήλο, αυταπάρνηση και αφοσίωση, έχουν μέσα στην καρδιά τους στην πλειοψηφία τους φυσικά, μεγάλη πίστη, για να μπορούν να αντιμετωπίζουν την σκληρή και απρόσωπη καθημερινότητα, που μοιράζεται μεταξύ του καθήκοντος και της οικογένειας.
Και είναι θαύμα, διότι διδάσκουμε και διδασκόμαστε. Διδάσκουμε και κηρύττουμε το Λόγο του Θεού, αλλά και διδασκόμαστε από τη στάση των ανθρώπων αυτών, που με τον τρόπο και την απλότητά τους, ζητούν αυτός ο Λόγος να μετατρέπει το αρνητικό σε θετικό, το κακό σε καλό, το άσχημο σε ωραίο, το άριστο σε τέλειο. Είναι μεγάλο πράγμα και σπουδαίο γεγονός, που αυτό δεν συμβαίνει σε κανέναν άλλο εργασιακό χώρο να υπάρχει η παρουσία της Εκκλησίας μας δια των λειτουργών Της, με την ύπαρξη Ιερών Ναών, με την τέλεση των Ιερών Ακολουθιών, που αποτελούν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του προγράμματος τους, αλλά και της συνεχούς παρουσίας μας, μέσα στους χώρους που δραστηριοποιούνται και κινούνται, απλά, ήσυχα, αθόρυβα, ανθρώπινα.
Έτσι να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έχει αξιώσει να βρισκόμαστε με την ευχή της Εκκλησίας μας, σε αυτόν τον αγρό και να Τον παρακαλούμε να αυξάνει τους εργάτες αυτού του χώρου, προκειμένου οι καρποί μέσα από την προσφορά, να είναι αυτοί που πρέπει να είναι, ώστε να δοξάζετε το Πανάγιο Όνομά Του και να κηρύττετε ο αληθινός και κρυστάλλινος Λόγος Του, που ανακουφίζει και ξεκουράζει τις ψυχές των ανθρώπων. Αυτή η ευχή που κάνουμε σήμερα, πιστεύουμε ότι ήταν και ευχή που απεύθυνε από την αρχή η Εκκλησία μας όταν διέθεσε τους Ιερείς Της σε αυτήν την ειδική αποστολή.
Ο Αρχιμανδρίτης Βενέδικτος Δεσύλλος, με αναφορά που αποστέλλει στις 22 Αυγούστου 1854, στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, ζητά να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας. Η αναφορά αυτή, πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι πάρα πολύ ωραία γραμμένη, με ωραία, καθαρά και ευανάγνωστα γράμματα. Γράφει κατά γράμμα ο Βενέδικτος τα εξής : « Ένεκα του νέου διοργανισμού των Στρατευμάτων αναφύεται η ανάγκη να προστεθώσιν εις τα διάφορα Σώματα και Ιερατικοί υπουργοί να εκτελώσι τα ιερατικά των χρή εις τα τάγματα. Όθεν ο υποφαινόμενος καθό Δημότης Αθηνών και αναγνωρισμένος εν ενεργεία καθό Αρχιμανδρίτης υπό της Ιεράς Συνόδου του Κράτους στερούμενος εφημερίας και των αναγκαίων προς το ζην μέσων, επικαλοίται όπως η Υμετέρα Εξοχότης ευηρεστηθεί να τον κατατάξητε εις μιαν των θέσεων του Στρατού. Υποσημιούμαι με Σέβας Βαθύτατον Ο υπέρ Υμών ευχέτης προς Κύριον (Υπογραφή)».
Δυστυχώς μετά την λήψη αυτής της αναφοράς, στις 30 Οκτωβρίου 1854, δύο μήνες μετά την αποστολή της, τέθηκε στο αρχείο και έτσι ο Αρχιμ. Βενέδικτος, έχασε την ευκαιρία να προσληφθεί στο χώρο των στρατιωτικών, παρ’ όλο που όπως και ο ίδιος ανέφερε, υπήρχε ανάγκη τοποθετήσεως Ιερέων, σύμφωνα με το νέο οργανόγραμμα του στρατού που θα ετίθετο σε εφαρμογή, σύμφωνα με τα ανωτέρω γραφόμενα.
Λίγες ημέρες μετά την αναφορά το Βενεδίκτου και συγκεκριμένα στις 25 Αυγούστου 1854, ένας άλλος Ιερέας, ο Ιερομόναχος Άνθιμος, ζητά από το Υπουργείο να διοριστεί Ιερέας στο Νοσοκομείο, για την κάλυψη των πνευματικών αναγκών των ασθενών, αλλά το Στρατιωτικών, στις 29 Αυγούστου 1854, θέτει και αυτήν την αναφορά στο αρχείο.
Συνεχίζεται {64}