Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στη σημερινή μας αναφορά, μέσα από την προβολή των προσώπων εκείνων, που απετέλεσαν τον πρώτο πυρήνα των Στρατιωτικών Ιερέων, στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Έθνους μας, από τον τουρκικό ζυγό και προσπαθώντας ο λαός μας να ορθοποδήσει, μέσα από τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες που βίωνε, συναντούμε το πρόσωπο του Ιερέως Νικολάου Αθανασίου, τον οποίο, αν και το Υπουργείο των Στρατιωτικών τον είχε διορίσει ως Ιερέα του Στρατού, η Ιερά Σύνοδος αρνείτο να εγκρίνει τον διορισμό του. Το Υπουργείο αρχικά σε μια καλή ένδειξη αποκατάστασης και λήξης του θέματος του διορισμού του εν λόγω Ιερέως, είχε ζητήσει από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, να προτείνει στην Ιερά Σύνοδο να διορίσει ένα οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που εκείνη θα έκρινε κατάλληλο για τη θέση αυτή, προκειμένου στη συνέχεια να προχωρήσει το Υπουργείο στον διορισμό του και να τοποθετηθεί στην θέση, που επειγόντως θα έπρεπε να καλυφθεί.
Στις 18 Μαρτίου 1849, με διάταγμα του Βασιλέως Όθωνα ο Ιερέας Νικόλαος Αθανασίου διορίζεται πλέον στο 3ο Τάγμα της Οροφυλακής του Στρατού, που εδρεύει στη Στυλίδα. Μετά την έκδοση του διατάγματος αυτού, το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ζητά είτε κατόπιν ενοχλήσεως από κάποιες πλευρές, ακόμα και από την Ιερά Σύνοδο, είτε από μόνο του ως αρμόδιο Υπουργείο, από το Υπουργείο των Στρατιωτικών, να αναφέρει εάν πριν τον διορισμό του ανωτέρω Ιερέως έχει ζητηθεί η συγκατάθεση της Συνόδου, όπως προβλεπόταν ως διαδικασία πριν την πρόσληψη και τον διορισμό του προτεινομένου. Το Υπουργείο απήντησε, ότι εξαιτίας επείγουσας ανάγκης, τον διόρισε χωρίς να έχει ζητηθεί η γνώμη και η συγκατάθεση της Συνόδου.
Και ενώ υπάρχει θέμα, σχετικά με τον διορισμό αυτό, αφού εκκρεμούν κάποια διαδικαστικά και πολύ ουσιαστικά πράγματα και η Σύνοδος έχει αρχικά εκφράσει την αντίθεση της σε αυτόν τον διορισμό και όπως θα δούμε στη συνέχεια εμμένει στην απόφασή της, που δεν ξέρουμε αν αυτή η εμμονή της οφείλεται στο προτεινόμενο πρόσωπο ή για την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, το Υπουργείο των Στρατιωτικών στις 28 Σεπτεμβρίου 1849, απευθυνόμενο στη Διοίκηση του 3ου Τάγματος της Οροφυλακής, διατάσει τον Ιερέα Νικόλαο, να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και του 1ου Τάγματος.
Η Ιερά Σύνοδος ένα μήνα μετά, στις 29 Οκτωβρίου 1849, με έγγραφό της προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, το οποίο αυθημερόν, το αποστέλλει στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, για να λάβει γνώση και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, που απορρέουν από αυτό, ως αρμόδιο Υπουργείο, κατηγορηματικά αναφέρει ότι δεν εγκρίνει τον διορισμό του Ιερέως Νικολάου Αθανασίου. Το έγγραφο αυτό το υπογράφουν ο Αττικής Νεόφυτος, ο Καλαβρύτων Βαρθολομαίος, ο πρ. Ανδρούσης Προκόπιος, ο Λοκρίδος Αγαθάγγελος και ο Γραμματέας αυτής ο Θ. Φαρμακίδης.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1849, η Ιερά Σύνοδος με νέο έγγραφό της, επιμένει ότι δεν εγκρίνει τον διορισμό του εν λόγω Ιερέως. Τον χαρακτηρίζει ως ακατάλληλο για το χώρο του Στρατού και σύμφωνα και με πληροφορίες που έχει στη διάθεση της και από τον τοπικό Επίσκοπο, μεταφέροντας αυτολεξεί τα λόγια όπως τα έχει αποτυπώσει στο έγγραφό της, τονίζει στο τέλος ότι: «ως τοιούτον άνθρωπον δεν δύναται να εμπιστευθεί ψυχάς στρατιωτών». Αυτά τα λόγια είναι πάρα πολύ σκληρά για έναν Ιερέα, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και αν σκιαγραφούν με πειστικότητα και αληθινότητα την προσωπικότητα του.
Μέσα από ένα άψυχο χαρτί, όπως και άλλες φορές έχουμε αναφέρει, εμείς καταγράφουμε απλά αυτά που γράφονται και τίποτα παραπάνω, αλλά όπως παρουσιάζονται τα πράγματα, ο Ιερέας Νικόλαος έχει χάσει την καλή έξωθεν και έσωθεν μαρτυρία, αλλά και έχει αποτύχει του σκοπού, του έργου και της αποστολής του. Δεν σχολιάζουμε κάτι παραπάνω, το προσπερνούμε με πόνο ψυχής, διότι μια τέτοια προβληματική κατάσταση εάν ισχύει όπως φαίνεται, χρειάζεται μόνο προσευχή και τίποτε άλλο για να εκτονωθεί και πολύ περισσότερο να εξαλειφθεί.
Στις 27 Ιανουαρίου 1850, το Υπουργείο των Στρατιωτικών με έγγραφό του στο Τάγμα που υπηρετεί ο Ιερέας Αθανασίου, αναφέρει ότι η στάση και η διαγωγή του Ιερέως δεν είναι σωστή και δεν αρμόζει στο σχήμα που φέρει. Αναφέρει στη Διοίκηση του Τάγματος, ότι τόσο στην Ιερά Σύνοδο, όσο και στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, δεν ήταν αρεστός, εξαιτίας και δύο περιστατικών τα οποία τα καταγράφει με λεπτομέρειες, προκειμένου να λάβουν γνώση και ενδεχομένως να καλέσουν στη συνέχεια τον Ιερέα να απολογηθεί επ’ αυτών και να δώσει τι ανάλογες εξηγήσεις, προκειμένου να διαλευκανθεί η υπόθεση που είχε δημιουργήσει μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων και ακόμα και προσώπων.
Έτσι βλέπουμε, ότι πλέον το Υπουργείο έχει στη διάθεσή του στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν την ενοχή του Ιερέως μεταξύ των άλλων προβληματικών καταστάσεων, που αρχίζουν να αποκαλύπτονται και να τα γνωρίζουν και στα οποία συμμετείχε, πρωταγωνιστούσε, ποιά λέξη τώρα να χρησιμοποιήσουμε δεν ξέρουμε και τα οποία σκανδάλισαν τους ανθρώπους που ήταν παρόντες σε αυτά και αποτελούν βεβαίως τρανταχτά στοιχεία που συνηγορούν και οδηγούν στην απόλυσή του, αφού υπήρξαν και αυτόπτες μάρτυρες που κατάθεσαν εναντίον του.
Μέσα σε αυτό το αρνητικό κλίμα το οποίο κυριαρχεί για τον Ιερέα Νικόλαο, όπου όλοι είναι εναντίον του και όλοι τον κατηγορούν και ομολογούν ότι δεν έχει θέση μέσα στο Στρατό και είναι ακατάλληλος, έρχεται μια αναφορά του Αρχηγού του εν Φθιοτιδοφωκίοδος Τάγματος, που στέλνει στις 6Φεβρουαρίου 1850 στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, στην οποία υπερασπίζεται τον Ιερέα Αθανασίου, τονίζοντας ότι όλες οι κατηγορίες που του απευθύνονται είναι ψευδής.
Στην αναφορά του αυτή, ο Υποστράτηγος αναφέρει για τον Ιερέα Νικόλαο ότι πρόκειται περί ενός εξαίρετου και διακεκριμένου κληρικού, με σπουδαίο έργο και αξιόλογη συμπεριφορά. Τον χαρακτηρίζει αξιοπρεπή και ικανό, ενώ τελειώνοντας την αναφορά του γράφει τα εξής: «Παρακαλούμεν το Σον(σεβαστόν) υπουργείον να ενεργήση χάριν του δικαίου και την προς την πατρίδα πολυειδού αγώνα του Ιερεώς αυτού». Μέσα σε τόσους κατηγόρους, με τόσες κατηγορίες να εκτοξεύονται για το πρόσωπο του Στρατιωτικού Ιερέως, υπάρχει και ένας άνθρωπος ο οποίος αναφέρει τη θετική και καλή πλευρά αυτού του ανθρώπου. Αναφέρει χωρίς να παραθέτει περισσότερα στοιχεία στην αναφορά του, τα οποία πιστεύουμε είχε στη διάθεσή του και τα οποία θα τα παρουσίαζε εάν του ζητείτο, ότι προσέφερε στον αγώνα του έθνους, ο εν λόγω Ιερέας.
Μετά την εμφάνιση αυτής της αναφοράς, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, την αποστέλλει στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών για να λάβει γνώση, αλλά και αν κρίνει να την αποστείλει στην Ιερά Σύνοδο, προκειμένου και εκείνη να δει και την άλλη πλευρά του Ιερέως, όπως παρουσιάζεται μέσα από την αναφορά που κατατέθηκε, πέραν τον κατηγοριών που τον βαραίνουν και δεν αρμόζουν στο σχήμα που φέρει, αλλά και στη θέση που θέλει να τοποθετηθεί.
Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών στις 15 Φεβρουαρίου 1850, με έγγραφό του προς το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, ζητά να καλέσει εγγράφως τον Υποστράτηγο Αρχηγό, να τοποθετηθεί επί του Ιερέως Νικολάου, αν τον θέλει ως Ιερέα του Τάγματος ή επιθυμεί την αντικατάστασή του. Μέχρι να αποσταλεί το έγγραφο του Υπουργείο στο Τάγμα, ο Αρχηγός είχε μετατεθεί και έτσι ζητά πλέον το Υπουργείο να εκφέρει ο γνώμη και άποψη ο διάδοχος αυτού, ένας άνθρωπος που ενδεχομένως να μην γνώριζε τον Ιερέα, ούτε κατ’ όψιν, να μην μπορεί να έχει άποψη και να μην έχει δημιουργήσει εικόνα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και όλα αυτά, προκειμένου η αλληλογραφία να προωθηθεί στην Ιερά Σύνοδο.
Η Ιερά Σύνοδος πιστεύουμε, ότι ήταν ενήμερη για την όλη την τροπή που πήρε το θέμα αυτό, ενώ δεν θα σταμάτησε να συγκεντρώνει στοιχεία για τον Ιερέα, εάν και εφ’ όσον υπήρχαν. Επανέρχεται στο θέμα αυτό, στις 11 Μαΐου 1850, όπου αναφέρει και πάλι ότι ο διορισμός του Ιερέως που εξετάζουμε είναι παράνομος και πρέπει να ακυρωθεί και το Υπουργείο να προβεί άμεσα στην αντικατάστασή του, από τον Ιερέα Κωνσταντίνο Κυριαζή. Τον Ιερέα αυτόν, είχε προτείνει και σε παλαιότερα έγγραφά της η Ιερά Σύνοδος, ως το πρόσωπο εκείνο που είναι κατάλληλο για να τοποθετηθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας στη θέση που θέλει να καλύψει το Υπουργείο. Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 18 Μαΐου 1851, ζητά από το Υπουργείο των Στρατιωτικών να εφαρμόσει την απόφαση και επιθυμία της Ιεράς Συνόδου και το καλεί να ενημερώσει το Υπουργείο και την Σύνοδο για τις ενέργειες που θα κάνει προκειμένου να εφαρμοσθούν τα ανωτέρω. Πλέον τα πράγματα έχουν φτάσει σε ένα αδιέξοδο και το Υπουργείο βρίσκεται μπροστά σε έναν μονόδρομο, χωρίς να έχει κάποια άλλη επιλογή.
Μέσα από όλη αυτή την παράθεση της αλληλογραφίας όπως έχει διασωθεί, καταλαβαίνουμε και το γνωρίζουμε άλλωστε, ότι κάθε εποχή και σε κάθε χώρο, υπάρχουν προβλήματα και δυσκολίες. Σε κάθε εποχή οι πειρασμοί πάντοτε θα χτυπούν και πάντοτε θα έρχονται για να δημιουργήσουν καταστάσεις και συνθήκες, που βγάζουν τον άνθρωπο από τον προορισμό, το έργο και την αποστολή του. Η Εκκλησία μας διδάσκει ότι οι πειρασμοί και οι δυσκολίες που υπάρχουν και αναφύονται στην καθημερινότητα μας, αποτελούν ευκαιρία για να αναδείξουμε τα χαρίσματα και τις δωρεές με τις οποίες μας έχει προικίσει ο Θεός. Αποτελούν χρυσές ευκαιρίες για να αναδείξουμε τον δυναμισμό και την ενεργητικότητά μας.
Αποτελούν μια ευκαιρία μέσα από την πίστη μας να ενδυναμωθούμε ακόμα περισσότερο και να αγωνιστούμε με περισσότερη δύναμη, έχοντας μέσα μας το αληθινό αγωνιστικό φρόνημα, που δεν θα επιτρέπει να μας κάμπτουν οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες της ζωής, αλλά θα μας βοηθούν να κηρύττουμε, όχι με λόγια, αλλά με έργα, ότι μέσα και από τους πειρασμούς μπορούμε να προχωρούμε και να υμνούμε το όνομα του Θεού, που ξέρει να μας βγάζει από τα αδιέξοδα και τα προβλήματα.
Όλη αυτή η προβληματική κατάσταση, με όσους πειρασμούς και αν κρύβει, αποτελεί μια καλή ευκαιρία να δούμε λίγο καλύτερα ποιοί είμαστε, που είμαστε, τι πρέπει να προσέχουμε και πως πρέπει να ζούμε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί, προκειμένου να μην αποτελούμε την πέτρα του σκανδάλου, να μην δημιουργούμε σκάνδαλα, αλλά να τα διώχνουμε και να βοηθούμε τους αδελφούς μας, να βρίσκονται μακριά από αυτά, προκειμένου να χαιρόμαστε τη ζωή και να απολαμβάνουμε το έλεος και την αγάπη του Θεού.
Συνεχίζεται {39}