Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζουμε να βρισκόμαστε στο έτος 1848 και το έγγραφο το οποίο παρουσιάζουμε σήμερα, στο ξεκίνημα του παρόντος άρθρου μας, έρχεται από το Βασιλικό Φρουραρχείο των Αθηνών, με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1848 και αποστέλλεται προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών, με το οποίο διαβιβάζει την γνωμοδότηση της Ανωτάτης Υγειονομικής Επιτροπής για τον Στρατιωτικό Ιερέα Γεώργιο Πρωτόπαπα, βάση παλαιοτέρου εγγράφου του αρμοδίου Υπουργείου, με αριθμό 17714, με το οποίο ζητούσε να εξετασθεί ο εν λόγω Ιερέας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε.
Η επιτροπή αφού εξέτασε τον Ιερέα απεφάνθη και συνέταξε την γνωμοδότηση την οποία υπογράφουν τα πέντε μέλη που συγκροτούν την Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή, των οποίων οι υπογραφές είναι δυσανάγνωστες και στο μέσον υπάρχει στρογγυλή σφραγίδα. Η επιτροπή μεταξύ των άλλων αναφέρει, ότι βρήκε τον Ιερέα : «προβεβηκότα ήδη την ηλικίαν» και ότι δεν είναι πλέον σε θέση να εκτελεί την υπηρεσία του. Στο πλάι του εγγράφου αυτού, σαν υποσημείωση θα λέγαμε, αναφέρει ότι ο Ιερέας Πρωτόπαπας υπηρετεί στο Στρατό από το 1836.
Μετά την γνωμοδότηση της Επιτροπής, το θέμα του Ιερέως Πρωτόπαπα, δια του Υπουργείου των Στρατιωτικών, έφτασε στον Βασιλέα Όθωνα, ως τον κατ’ εξοχήν αρμόδιο για να αποφασίσει τι μέλλει γενέσθαι με τον Ιερέα. Ο Όθων σε έγγραφο που εξέδωσε, θέτει σε αργία ένεκεν ασθενείας τον Ιερέα του 3ου και 4ου Ελαφρού Τάγματος της Οροφυλακής και παραγγέλλει στον Υπουργό των Στρατιωτικών την εκτέλεση της αποφάσεως και του διατάγματός του. Μέσα από αυτά τα υπηρεσιακά έγγραφα, διαπιστώνουμε για μια ακόμα φορά, ότι ο Ιερέας, μέχρι τέλους βρίσκεται επί των επάλξεων, βρίσκεται στη θέση και στην αποστολή του, αναλώνεται στη διακονία του Ευαγγελίου, χωρίς να υπολογίζει τίποτα, ούτε την ηλικία του, ούτε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ξεχνώντας ή αγνοώντας τον χρόνο, βιώνοντας μια Θεανθρώπινη κοινωνία.
Η πίστη και το θυσιαστικό φρόνημα που χαρακτηρίζει έναν Ιερέα μέχρι το τέλος και ισχύει και στην παρούσα περίπτωση, μας κάνει να θυμηθούμε τα λόγια του Αγίου Αμβροσίου, Επισκόπου Μεδιολάνων, ο οποίος έλεγε: «η αληθής πίστις αγνοεί την δειλίαν» Γιατί να δειλιάσει ο Ιερέας. Γιατί να φοβηθεί. Γιατί να ολιγοπιστήσει και να υποχωρήσει, αφού ο Χριστός είναι εκείνος που τον ενδυναμώνει και τον καθοδηγεί, στο να επιτελέσει το θεάρεστο έργο του, προς δόξα Θεού και επ’ ωφελεία του πιστού λαού.
Ο Ιερέας, όπου και αν κοιτάξει, βρίσκει παντού τον Χριστό και χαίρεται μαζί Του, προσφέροντας αυτή την χαρά και στους άλλους. Δεν κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Προσφέρει κάθε πνευματική ευκαιρία στον κάθε άνθρωπο, προκειμένου να γεύεται και να αισθάνεται και εκείνος, την χαρά που ο ίδιος νοιώθει. Βλέπει ο Ιερέας τον Χριστό, γιατί Αυτόν αγάπησε και αγαπά μέχρι το τέλος. Βλέπει τον Χριστό, γιατί Αυτόν ακολούθησε, πίστεψε και διακόνησε και αυτό το κάνει μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του. Επομένως, αυτή η χαρά δεν είναι απρόσωπη, αλλά ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Χριστού και αυτή την χαρά καλεί να την καρπωθούν οι πάντες.
Αυτή η χαρά ξέρει να μεταμορφώνει τα πάντα. Ξέρει να αλλάζει προς το καλύτερο τα πάντα. Ξέρει να μεταμορφώνει τα ανθρώπινα σχέδια και προγράμματα, πάντα προς το πνευματικό συμφέρον του ανθρώπου. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της πνευματικής χαράς, που ένοιωθε ο Ιερέας Πρωτόπαπας, δεν σκέφτηκε ότι μεγάλωσε, γέρασε, οι δυνάμεις του δεν τον βοηθούν πλέον, η υγεία του είναι κλονισμένη και ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Δεν ζήτησε να πάει στην άκρη. Θέλησε μέχρι το τέλος να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πνευματικού αγώνα και να αγωνιστεί ίσος προς ίσον. Μπορεί να μην ήταν όπως θα ήταν ένας νέος, πιστεύω όμως, ότι η καρδιά του ήταν νεανική, γεμάτη δύναμη και αγάπη για το λειτούργημά του.
Μια γνωμοδότηση, ένα διάταγμα, μια απόφαση του Βασιλέα, δεν έρχονται να σταματήσουν την προσφορά και την παρουσία του Ιερέως. Αυτά όλα είναι τυπικά και έχουν να κάνουν με τους ανθρώπινους νόμους και τις διατάξεις. Βεβαίως και αυτό το διάταγμα που τον έθετε σε αργία, εξαιτίας της ασθενείας του, δεν σημαίνει ότι τον υποτιμούν ή δεν αναγνωρίζουν την προσφορά του. Ήταν μια πράξη καθαρά τυπική, όπου πλέον ο Ιερέας, θα μπορούσε ήσυχα και αθόρυβα να αποσυρθεί και να γευτεί τους κόπους της προσφοράς του, δείχνοντας κατά το ψαλμικό χωρίο: «ιδού εγώ και τα παιδιά α μοι έδωκεν ο Θεός».
Ο Ιερέας μέχρι το τέλος, παραμένει Ιερέας και λειτουργός των μυστηρίων του Θεού και με όσες δυνάμεις και αν έχει, ξέρει να εργάζεται, με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν το κάνει. Ότι γίνεται είναι αποτέλεσμα της αίσθησης της αδιάλειπτης Θεανθρώπινης κοινωνίας που έχει και έτσι μπορεί να ελκύει και το έλεος του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Γνωρίζει και εφαρμόζει αυτό που διδάσκει ο Χριστός μας, προς τους ποιμένες της Εκκλησίας : «την ψυχήν αυτού θέτει υπέρ των προβάτων και γινώσκει αυτά και γινώσκεται από αυτά και καλεί κατ’ όνομα».
Συνεχίζοντας την μελέτη των εγγράφων, βρίσκουμε από το 5ο Τάγμα της Οροφυλακής, προ το Υπουργείο των Στρατιωτικών, μια αναφορά με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1848, όπου γίνεται λόγος για τον Ιερέα Παπαχρήστου, ότι δεν μπόρεσε να αναχωρήσει μαζί με το Τάγμα, εξαιτίας της κλονισμένης υγείας του και έμεινε πίσω. Παρακαλεί το Υπουργείο να εγκρίνει : «ότι υπέρ αυτού». Βλέπουμε από αυτή τη λιτή πρόταση, αλλά πολύ περιεκτική σε μηνύματα, με πολλούς αποδέκτες, όχι μόνο το Υπουργείο των Στρατιωτικών, αλλά και σε εμάς που διαβάζουμε αυτή την αναφορά, ότι το Τάγμα όχι μόνο αναγνώριζε το πρόβλημα το οποίο αντιμετώπιζε ο Ιερέας του, αλλά και με την εισήγηση την οποία έκανε, αναγνώριζε πολύ περισσότερο την μέχρι εκείνη τη στιγμή πολυτιμότατη προσφορά του, ζητώντας σαν παράκληση θα λέγαμε, να μεριμνήσει και η υπηρεσία κάτι καλό για αυτόν, σε εκείνη την δύσκολή στιγμή που περνούσε, όπως έκανε τόσα καλά και εκείνος για αυτούς, κατά το χρονικό διάστημα της ποιμαντικής του διακονίας.
Το ανωτέρω έγγραφο εκδόθηκε, διότι είχαν προηγηθεί δύο άλλες αναφορές του Ιερέως του Τάγματος, που ανέφερε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και ήθελε προφανώς να προλάβει μια αρνητική τοποθέτηση του Υπουργείου, απέναντι αυτού, όπως δυστυχώς και υπήρξε και θα την δούμε στη συνέχεια. Στις 15 Οκτωβρίου 1848, ο Ιερέας Παπαχρήστου, με αναφορά του προς τον Διοικητή του Τάγματος που ανήκε, ζητά άδεια δύο μηνών με αποδοχές για να μεταβεί στην πόλη του Αγρινίου, προκειμένου να αναρρώσει, αφού ꞉ «ήδη ευρίσκομεν εις μεγάλην αδυναμίαν μη δυνάμενος να αναλάβω». Το 5ο Τάγμα της Οροφυλακής, με αναφορά του προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών αυθημερόν, προτείνει να χορηγηθεί η άδεια που ζητά ο Ιερέας, αφού η απουσία του, δεν θα φέρει κάποιο πρόσκομμα στο Τάγμα που υπηρετεί με το να απουσιάσει.
Στον Ιερέα Παπαχρήστου έχει χορηγηθεί και ιατρική βεβαίωση, σχετικά με την κλονισμένη υγεία του, γνωματεύοντας ο υπογράφων ιατρός, ότι είναι καλό να πάει στο Αγρίνιο, όπου θα λάβει κάποια βοήθεια από τους δικούς του. Βλέπουμε και σε αυτή την περίπτωση, όπως και στις προηγούμενες, ότι για το οποιοδήποτε θέμα, υπάρχουν τα συνοδευτικά έγγραφα εκείνα, που έρχονται να στοιχειοθετήσουν πλήρως το αίτημα του ενδιαφερομένου.
Στις 29 Οκτωβρίου 1848, ο Ιερέας Παπαχρήστου, από το Αγρίνιο που βρίσκεται, έχοντας πάρει την άδεια που ζήτησε, καταθέτει προς το εκεί Φρουραρχείο μια αναφορά, με την οποία ζητά να μετατεθεί στο 4ο Τάγμα Οροφυλακής, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Το Φρουραρχείο του Αγρινίου αυθημερόν, αποστέλλει το αίτημα αυτό στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, το οποίο και απαντά με μια σκληρή γλώσσα θα λέγαμε, στις 19 Φεβρουαρίου 1849.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών απευθυνόμενο προς την Διοίκηση του 5ου Τάγματος, παραγγέλλει όπως ενημερώσει τον Ιερέα, να μεταβεί στην έδρα του Τάγματος και πλέον να μην επανέλθει στο θέμα της μεταθέσεως. Βλέπουμε ότι του ακυρώνει την άδεια που είχε ζητήσει και τον καλεί να επιστρέψει στα καθήκοντά του, αγνοώντας τα προβλήματα υγείας τα οποία είχε επικαλεσθεί. Μάλιστα αναφέρεται στο έγγραφο του Υπουργείου, ότι δεν πρέπει να τεθεί εκ νέου από την πλευρά του Ιερέως, το θέμα αυτό ꞉ «χάριν του ιδιοτικού συμφέροντος του, επειδή η στρατιωτική υπηρεσία τα τοιαύτα δεν υποφέρει».
Η σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιεί στο έγγραφο αυτό το Υπουργείο συνεχίζεται, με το να αναφέρει ότι αν δεν μπορεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του ο Ιερέας, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, να παραιτηθεί και δεν υπάρχει καμία δυσκολία στο να αντικατασταθεί. Τελειώνοντας καλεί το Τάγμα να κοινοποιήσει την απάντηση αυτή στον εν λόγω Ιερέα και να λάβει γνώση της θέσεως του Υπουργείου.
Το θέμα του Ιερέως Παπαχρήστου δεν σταμάτησε εδώ, αλλά συνεχίστηκε, καλώντας τον εκ νέου, να εξετασθεί από την υγειονομική επιτροπή. Υπάρχει νεώτερη γνωμάτευση της Ανωτάτης πλέον Υγειονομικής Επιτροπής, που επαναλάμβανε τα γνωστά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε ο Ιερέας και τα οποία δεν έχει ξεπεράσει. Επιπλέον η επιτροπή επισημαίνει, ότι πλέον είναι και μεγάλος στην ηλικία, βρισκόμενος μεταξύ 65 και 70 ετών. Η γνωμάτευση της επιτροπής ολοκληρώνεται με το να επισημαίνει ότι ꞉ « δεν δύναται πλέον να εκτελεί τα χρέη του Ιερέως εις τα Τάγματα της Οροφυλακής». Η απάντηση αυτή έρχεται στις 25 Ιουνίου 1849.
Μετά την γνωμάτευση αυτή, το Υπουργείο των Στρατιωτικών, την 1η Ιουλίου 1849, απευθυνόμενο προς το Φρουραρχείο των Αθηνών, επιτρέπει στον Ιερέα Παπαχρήστου να μεταβεί και να διαμείνει στο Αγρίνιο, λαμβάνοντας τις αποδοχές του, μέχρι να εκδοθεί η υπουργική απόφαση. Μέσα από όλη αυτή την αλληλογραφία, βλέπουμε μια τυπική στάση και συμπεριφορά από διάφορες υπηρεσίες και πρόσωπα, που δυστυχώς πολλές φορές έμειναν μόνο στον τύπο και δεν προχώρησαν στην ουσία των πραγμάτων, χρησιμοποιώντας ακόμα και σκληρή γλώσσα.
Πολλές φορές ένα άψυχο χαρτί, δεν έρχεται να αποτυπώσει την πραγματική κατάσταση που ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση το τι βίωνε ο Ιερέας, εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Κάποιοι δεν ενδιαφέρθηκαν όσο έπρεπε, μένοντας μόνο στο τι προβλέπουν οι κανονισμοί και οι διατάξεις. Αυτό δεν είναι αρκετό και σωστό, αλλά δυστυχώς, κάποιες φορές αυτό είναι ο κανόνας που ισχύει στην καθημερινότητά μας και είναι καλό, όσο εξαρτάται από εμάς, όποιοι και αν είμαστε όπου και αν βρισκόμαστε, να προσπαθούμε να αλλάζουμε τα πράγματα πάντα προς το καλύτερο, έχοντας ανθρώπινη αντιμετώπιση και παρουσία.
Συνεχίζεται {32}