Επειδή κατά το τέλος της χθεσινής συνεντεύξεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Κωνσταντίνου Γαβρόγλου στην εκπομπή «Καλοκαιρινή ενημέρωση» (8.8.2017) του κρατικού σταθμού ΕΡΤ1 τέθηκε από δημοσιογράφο της εκπομπής η παρατήρηση ότι ο λαός ζητεί να φορολογηθεί η εκκλησιαστική περιουσία, χωρίς καμία διευκρίνιση ότι πάντως οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος φορολογούνται, παραπέμπουμε εκ νέου και προς ενημέρωση κάθε ενδιαφερομένου στο από 22.2.2012 Δελτίο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος[1] και στο από 3.3.2015 Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων[2], που αναφέρονται αναλυτικά στην φορολόγηση των νομικών προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ι. Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου. Συνοπτικά οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος έχουν φορολογηθεί και φορολογούνται όπως ακριβώς και οι λοιπές (ετερόθρησκες και ετερόδοξες) θρησκευτικές κοινότητες της χώρας και ως προς όλα τα φορολογικά αντικείμενα (φόρο εισοδήματος, Φ.Π.Α., Ενιαίο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (Ε.Τ.Α.Κ.), Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (Φ.Μ.Α.Π.), Ενιαίο Φόρο Ακίνητης Ιδιοκτησίας (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), φόρο δωρεών και κληρονομιών, δημοτική φορολογία, τέλη χαρτοσήμου, παρακρατούμενους φόρους τρίτων κ.λπ.).
Με την παραπάνω αφορμή επισημαίνεται γενικότερα ότι η Πατρίδα έχει ανάγκη, ώστε ο δημόσιος διάλογος για τις σχέσεις Κράτους και ορθοδόξου Εκκλησίας να διεξάγεται από όλους όσους υπηρετούν σε θέσεις ευθύνης με σοβαρότητα και επί εδάφους πραγματικών δεδομένων και όχι στη βάση είτε προσωπικών εικασιών, είτε ιδεολογικών στερεοτύπων ή ακόμα και επιθέσεων, που προσβάλλουν την αλήθεια και το θρησκευτικό συναίσθημα του ελληνικού Λαού.
[1] Ενημέρωση για τη φορολόγηση της Εκκλησίας (22/2/2012).
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐλπίζουσα ὅτι ὁ δημοσιογραφικός θόρυβος, ὁ ὁποῖος προκλήθηκε χθές σχετικῶς πρός τήν φορολόγηση τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλεται σέ ἔλλειψη λεπτομεροῦς ἐνημερώσεως ὅσων τόν προκαλέσαν, ἐπιθυμεῖ νά ἐνημερώσει δημοσίως ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἱερές Μητροπόλεις μέ τά ἐκκλησιαστικά τους ἱδρύματα, οἱ Ἱερές Μονές καί οἱ Ἐνορίες, οἱ ὁποῖες εἶναι ξεχωριστά μεταξύ τους νομικά πρόσωπα, καταβάλλουν κάθε χρόνο στίς κατά τόπους Δ.Ο.Υ. τίς παρακάτω νομοθετημένες φορολογικές ὑποχρεώσεις τους :
1.Φόρο ἐπί τῶν κατ’ ἔτος μισθωμάτων, πού εἰσπράττουν ἀπό ἀκίνητα, μέ συντελεστή 20% ἐπί τῆς ἀξίας τους,
2.Συμπληρωματικό φόρο ἐπί τῶν εἰσοδημάτων τους ἀπό οἰκοδομές καί ἐκμισθώσεις γαιῶν μέ συντελεστή 3%,
3.Προκαταβολή τοῦ φόρου (γιά τό ἑπόμενο ἔτος) μέ συντελεστή 55% ἐπί τῆς ἀξίας τοῦ παραπάνω συμπληρωματικοῦ φόρου,
4.Φόρο ἐπί τῆς ἀκινήτης περιουσίας τους μέ συντελεστή 3‰ ἐπί τῆς ἀντικειμενικῆς ἀξίας τους (ἐκτός ἐάν πρόκειται γιά οἰκοδομήματα λατρευτικῆς, ἐκπαιδευτικῆς, θρησκευτικῆς ἤ κοινωφελοῦς χρήσεως π.χ. Ἱ. Ναοί, γηροκομεῖα, χῶροι συσσιτίων),
5.Φόρο ἐπί τῶν κληρονομιῶν καί δωρεῶν μέ συντελεστή 0,5% ἐπί τῆς ἀξίας τους,
6.Τέλος χαρτοσήμου καί δικαιώματα ΟΓΑ συνολικοῦ ποσοστοῦ 2,40% ἐπί κάθε χρηματικῆς παροχῆς πιστῶν πρός τούς Ἱ. Ναούς λόγῳ ἱεροπραξιῶν.
Ἐπίσης τά παραπάνω νομικά πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας παρακρατοῦν καί ἀποδίδουν στίς Δ.Ο.Υ. τά παρακάτω φορολογικά ἔσοδα :
1.Φόρο μισθωτῶν ὑπηρεσιῶν γιά τούς ἐκκλησιαστικούς ὑπαλλήλους καί συνεργάτες τους, πού ἀμείβονται ἀπό τόν προϋπολογισμό τους,
2.Φ.Π.Α. μέ τούς προβλεπομένους συντελεστές γιά ὑπηρεσίες καί ἀγαθά,
3.Φόρο εἰσοδήματος μέ συντελεστή 8% σέ ὅλα τά τιμολόγια παροχῆς ὑπηρεσιῶν,
4.Φόρο εἰσοδήματος μέ συντελεστή 4% σέ ὅλα τά δελτία ἀποστολῆς ἀγαθῶν καί μέ συντελεστή 1% γιά τά ὑγρά καύσιμα.
Τέλος, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμεῖ να τονίσει ἀφ’ ἑνός ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο ἀκινήτης περιουσίας γιά τά ἀκίνητα λατρευτικῆς, θρησκευτικῆς καί κοινωφελοῦς χρήσεως ἰσχύει ἀπό τό ἔτος 2008 γιά ὅλα τά θρησκεύματα καί δόγματα, πού ἔχουν ἀκίνητη περιουσία ἐντός Ἑλλάδος καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι, παρότι τά ἔσοδά Της προέρχονται μέχρι σήμερα ἀπό τό ὑστέρημα πιστῶν καί χρησιμοποιοῦνται γιά τήν συντήρηση τῶν θρησκευτικῶν καί κοινωφελῶν Της ἱδρυμάτων, οὐδέποτε ζήτησε κάποια ἄνιση φορολογική μεταχειρίση σέ σχέση μέ τούς ὑπολοίπους φορολογούμενους μή κερδοσκοπικούς ὀργανισμούς τῆς Χώρας.
Ἡ Κεντρική Ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ελλάδος, οἱ Ἱερές Μητροπόλεις, οἱ Ἐνορίες, οἱ Ἱερές Μονές καί τά Ἐκκλησιαστικά Ἱδρύματα κατά τό ἔτος 2011 κατέβαλαν συνολικά φόρους ὕψους 12.584.139,92€.
[2]. Σχετικά με ερωτήσεις και δημοσιεύματα αλλοδαπών μέσων ενημέρωσης που αφορούν την φορολόγηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και τη μισθοδοσία των Κληρικών, και αναδημοσιεύθηκαν στο εσωτερικό, ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων κ. Γ. Καλαντζής προέβη στις ακόλουθες διευκρινίσεις για την κατάσταση ως έχει σήμερα:
Α. Φορολόγηση Εκκλησίας της Ελλάδος
1. Όλοι οι φορείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου φορολογούνται για το εισόδημα, που τυχόν αποκτούν, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για όλα τα νομικά πρόσωπα στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Νόμος 4173/2014).
2. Οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου δεν έχουν καμία ειδική απαλλαγή από τον Φ.Π.Α. (Νόμος 2859/2000).
3. Οι φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου πληρώνουν κύριο και συμπληρωματικό ΕΝ.Φ.Ι.Α. για όλα τα ακίνητά τους (Νόμος 4223/2013) συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων στρεμμάτων δασών και δασικών εκτάσεων των οποίων δεν είναι επιτρεπτή η αξιοποίησή τους. Απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. μόνο οι λατρευτικοί χώροι (Ναοί και Μοναστήρια) και οι κοινωφελείς χώροι (π.χ. γηροκομεία, αίθουσες συσσιτίων) που ιδιοχρησιμοποιούν. Η συγκεκριμένη απαλλαγή ισχύει για όλες τις θρησκείες και δόγματα (θρησκευτικές κοινότητες) της χώρας, που διαθέτουν νόμιμα υφισταμένους λατρευτικούς χώρους ή χώρους με αντίστοιχη κοινωφελή χρήση, αλλά και για όλους τους μη κερδοσκοπικούς φορείς στην Ελλάδα για τα ακίνητά τους που εξυπηρετούν μορφωτικούς, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και κοινωφελείς σκοπούς.
4. Σχετικά με τις υποχρεώσεις παρακράτησης και απόδοσης φόρων, τελών και κρατήσεων ισχύουν για τους φορείς της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου, αυτά ακριβώς που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα γενικά.
5. Η Εκκλησία της Ελλάδος, η Εκκλησία της Κρήτης και οι Ιερές Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με θρησκευτικό χαρακτήρα και αυτοχρηματοδοτούμενα, δηλαδή η λειτουργία τους, η συντήρηση των κτηριακών υποδομών τους και η ευρύτατη κοινωφελής προσφορά τους βασίζεται στις εισφορές, τις δωρεές και την εθελοντική εργασία των Ορθοδόξων Χριστιανών, καθώς και στην αξιοποίηση τυχόν περιουσίας που διαθέτουν.
Β. Μισθοδοσία του Ιερού Κλήρου
Σχετικά με τη μισθοδοσία των Ορθόδοξων Κληρικών η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων εξέδωσε στις 6/9/2012 δελτίο τύπου στο οποίο αναφέρονταν αναλυτικά οι αποδοχές του Ιερού Κλήρου και σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Ο Ιερός Κλήρος υπάγεται στο ενιαίο μισθολόγιο χωρίς καμία θετική ή αρνητική διάκριση. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες και ο Ιερός Κλήρος δεν έχουν εξαιρεθεί από καμία γενικότερη μισθολογική μείωση ούτε ζήτησαν να εξαιρεθούν». Αξίζει να συμπληρωθεί, επίσης, και ότι δεν έκαναν καμία κίνηση δικαστικού χαρακτήρα για να εξαιρεθούν.
Η μισθοδοσία του Ορθόδοξου Κλήρου, όπως και η χρηματοδότηση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας, την οποία η ίδια διακήρυξε στα κείμενα των Επαναστατικών Εθνοσυνελεύσεων των Αντιπροσώπων του Ελληνικού Λαού (1822, 1829), σε αντάλλαγμα της παραχώρησης της εκκλησιαστικής περιουσίας στο Δημόσιο. Η παραχώρηση πραγματοποιήθηκε σταδιακά (δημιουργία δημόσιων οργανισμών εκμετάλλευσης εκκλησιαστικής περιουσίας για την στήριξη της δημόσιας Παιδείας και τη βελτίωση της κατάστασης του Κλήρου στις 13/10/1834, στις 19/11/1909 και στις 10/5/1930, αφαίρεση μοναστηριακών ακινήτων για αποκατάσταση αγροτών και προσφύγων αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, Σύμβαση παραχώρησης των 4/5 αγροτολιβαδικής περιουσίας των Μονών στις 18/9/1952, Σύμβαση παραχώρησης δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Μονών στις 11/5/1988). Η συζήτηση περί μισθοδοσίας του Ιερού Κλήρου συνδέεται με την συζήτηση περί επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επιβάρυνση των Ελλήνων φορολογουμένων με ποσά απροσδιορίστου ύψους.
Πρέπει, επίσης, να είναι σαφές ότι η καταβολή της μισθοδοσίας των Κληρικών πραγματοποιείται απευθείας από το Δημόσιο προς τους ίδιους τους Κληρικούς. Δεν μεταβιβάζονται χρήματα του Δημοσίου στις Ιερές Μητροπόλεις για τον παραπάνω σκοπό ούτε προβλέπεται στον ετήσιο προϋπολογισμό εξόδων του Κράτους οποιαδήποτε τακτική επιχορήγηση προς τους φορείς της ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης ή των Ιερών Μητροπόλεων των Δωδεκανήσων. Συνεπώς, οι Ιερές Μητροπόλεις δεν διαχειρίζονται «δημόσιο χρήμα».