Μία ἐξέχουσα θέση μέσα στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέχει ἀναμφίβολα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ.κ. Χρυσόστομος.
Ἕνας Ἐπίσκοπος μέ πολλά Τάλαντα, ἀφοῦ ἡ προσφορά του ὡς Ἀρχιποιμήν τῆς Ι.Μ. Μεσσηνίας εἶναι το πολύπλευρο ἔργο του σε Λειτουργικό, Κηρυκτικό και Φιλανθρωπικό τομέα.
Ἕνας Ἐπίσκοπος, ἀν καί τόσο Δραστήριος καί πολυπράγμων, μια Ἐκκλησιαστική Διάνοια, παραμένει Ἤπιων τόνων, ταπεινός δίχως ἴχνη ἔπαρσης πού δικαίως θά εἶχε κάποιος ἄλλος στήν θέση του.
Διά αὐτούς τούς Λόγους ἀποφασίσαμε ὅτι εἶναι ἄξιο και δίκαιο νά λάβουμε μιά συνέντευξη ἐφ ὅλης τῆς ὕλης ἀπό τόν Σεβασμιώτατο, τόν ὁποῖο, θερμῶς εὐχαριστοῦμε γιά τόν χρόνο καί τό περίσσευμα τῆς Εὐγενοῦς ψυχῆς του.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξης
Σεβασμιώτατε, εἶστε ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στή Μικτή Ἐπιτροπή Διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Πῶς ἀξιολογεῖτε τήν πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα στό Φανάρι, καί τί ἔχετε νά πεῖτε στούς πιστούς πού σκανδαλίζονται ἀπό αὐτά τά ἀνοίγματα τῆς Ὀρθοδοξίας ;
Τά θετικά ἀποτελέσματα τῆς ἐπίσκεψης τοῦ Πάπα στό Φανάρι καί τῆς συνάντησής του μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο περιγράφονται μέ τόν πλέον θετικό καί οὐσιαστικό τρόπο στή κοινή δήλωση, τήν ὁποίαν συνυπέγραψαν. Ἐνίσχυση τοῦ διμεροῦς θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, ἀνάπτυξη τοῦ διαθρησκειακοῦ διαλόγου μέ τό Ἰσλάμ καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς παρουσίας τῶν Χριστιανῶν στό χῶρο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, γεγονός τό ὁποῖο δέν ἀφορᾶ μόνο τήν ἱστορία, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ἀπό τήν μελλοντική συμβολή καί παρουσία τους, στό συγκεκριμένο πολυθρησκευτικό περιβάλλον.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἀπό σκοπιμότητα, δῆθεν σκανδαλίζονται ἀπό τά ἀνοίγματα τῆς Ὀρθοδοξίας, θά πρέπει νά προβληματιστοῦν ἤ γιά τήν χλιαρότητα τῆς πίστης τους ἤ γιά τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης πρός τά ἐκκλησιαστικά ἐκεῖνα πρόσωπα, τά ὁποῖα ἐνεργοῦν πάντοτε στά πλαίσια τῆς συνοδικότητας.
Εἶστε Ἀκαδημαϊκός, αὐτό σημαίνει ὅτι πιάνετε τόν σφυγμό καί τίς ἀνησυχίες τῶν νέων. Πῶς νομίζετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά δώσει ὅραμα καί ἐλπίδα γιά τό μέλλον ;
Οἱ νέοι ἀπό μόνοι τους ἐκφράζουν καί προσωποποιοῦν μέσα στήν κοινωνία τήν ἐλπίδα καί τήν ἀναγεννητική δρόσο τοῦ μέλλοντος. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ποιμαίνουσα καί διοικοῦσα, δέν θά πρέπει στόν ἑαυτό της νά ἐπιτρέπει, ὥστε νά τούς ἀπογοητεύσει ἀλλά ἀντίθετα νά τούς ἐνισχύσει δίνοντάς τους ὅραμα ζωῆς καί ἐλπίδας, καί ἡ Ἐκκλησία δίνει ὅραμα στούς νέους ἀνθρώπους ὄχι μέ κοινωνικές παροχές ἤ προνοιακοῦ τύπου παρεμβάσεις ἀλλά μόνο ὅταν τούς ἐμπνέει καί τούς δημιουργεῖ συνείδηση ἀνθρωπιᾶς, μέσα ἀπό μία εἰλικρινῆ, αὐθεντική, ἀνιδιοτελῆ καί τίμια παρουσία καί σχέση μαζί τους. Οἱ νέοι δέν ζητοῦν τίποτε, οὔτε διεκδικοῦν ἀπό ἄλλους τίποτε, ξέρουν καί ἀγωνίζονται καί μόνοι τους πετυχαίνουν καί ἀποκτοῦν αὐτό γιά τό ὁποῖο ἀγωνίζονται, γιαυτό καί εἶναι πάντοτε δημιουργικοί καί συμβάλλουν καθοριστικά στήν ἀνάπτυξη. Γι’ αὐτό καί οἱ νέοι μας εἶναι ἡ γλυκειά ἐλπίδα τοῦ τόπου μας καί ὄχι οἱ κάθε μορφῆς ἰδεολογικές παρατάξεις ἤ κομματικοί σχηματισμοί.
Ὅσο ἡ Ἐκκλησία θά τούς δίνει ὅραμα ζωῆς καί ἐλπίδα δημιουργικότητας τόσο οἱ νέοι μας θά αἰσθάνονται δυνατότεροι καί θά καθίστανται περισσότερο ἄνθρωποι τοῦ μέλλοντος. Αὐτό τό ὅραμα ζωῆς δέν μπορεῖ νά τούς προσανατολίζει σέ μία ἀτομικιστικοῦ τύπου θεώρηση ἤ ἀξιολόγηση τοῦ σκοποῦ γιά ζωή ἀλλά σέ στόχους ἐπιβίωσης μέσα ἀπό τή συμβίωση.
Βρισκόμαστε στό ἀποκορύφωμα μιᾶς πολυεπίπεδης κρίσης. Πῶς στηρίζει ἡ Μητρόπολή σας τούς δεινῶς δοκιμαζομένους ἀδελφούς μας ;
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σίγουρο ὅτι μπορεῖ νά δώσει ἕναν ἄλλον, διαφορετικό προσανατολισμό, ἀφοῦ γι’ Αὐτήν, «ζωή πού δέν μοιράζεται εἶναι ζωή κλεμμένη». Μία ζωή πού ἀντιμετωπίζεται ἀτομικιστικά καί ὄχι συλλογικά, δέν εἶναι λυσιτελής ἀλλά καθίσταται ἀναποτελεσματική, στήν ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἐπίλυσης προβλημάτων, ὅταν μάλιστα τά ζωτικά προβλήματα ἀντιμετωπίζονται ὡς ζητήματα πού ἀφοροῦν ἀποκλειστικά καί μόνο τό ἄτομο καί ὄχι τό σύνολο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Οἱ κληρικοί λοιπόν θά πρέπει νά ἀγωνιστοῦμε ὥστε νά δημιουργήσουμε συνείδηση κοινωνικῆς εὐθύνης καί συλλογικῆς δράσης, ὥστε ὅταν κινδυνεύει ἡ ζωή τοῦ ἑνός θά πρέπει νά κατανοήσουμε ὡς ἄνθρωποι, ὅτι διακινδυνεύει καί τό σύνολο τῆς κοινωνίας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ὑφιστάμενη οἰκονομική κρίση στήν ἑλληνική κοινωνία ἀποτελεῖ μία συνεχῆ πρόκληση γιά τήν Ἐκκλησία γενικότερα καί εἰδικότερα, σέ τοπικό ἐπίπεδο, γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Μεσσηνίας. Ἡ Μητρόπολη Μεσσηνίας προσπαθεῖ σέ συνεργασία μέ τούς ἄλλους κοινωνικούς φορεῖς καί τίς κοινωνικές δομές νά ἀνταποκριθεῖ μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο καί νά ἐπιλύσει πολλά ἀπό τά προβλήματα, πού ἡ κρίση ἔχει προκαλέσει στούς συνανθρώπους μας. Τό Γενικόν Φιλόπτωχο Ταμεῖο, τά Ἐνοριακά Φιλόπτωχα καί κυρίως τό Ταμεῖο ἀρωγῆς ἀπόρων Μεσσηνίων Φοιτητῶν, προσπαθοῦν νά συμβάλλουν σέ κάθε κοινωνική τάξη πού ἔχει ἀνάγκες καί δοκιμάζεται. Ὁ ἀγῶνας μας εἶναι αὐτές οἱ δομές νά εἶναι ἀποδοτικές ὄχι μόνο στό παρόν ἀλλά στήν μελλοντική τους δράση καί μάλιστα γιά ὅσο θά διαρκεῖ ἡ παροῦσα κρίση, ὅπου τά προβλήματα εἶναι καί δυναμικά καί ἀπαιτητικά.
Ἀνήκετε στήν γενιά τῶν νέων καί δυναμικῶν Ἱεραρχῶν. Πῶς ὁραματίζεστε τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στήν σύγχρονη πραγματικότητα ;
Mία Ἐκκλησία ἐλεύθερη ἀπό τίς ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος, δυναμική στά πλαίσια τῆς παραδόσεως, ὑπεύθυνη στά ὅρια τῆς συλλογικῆς εὐθύνης γιά τά κοινά ζητήματα ζωῆς καί σχέσεων, διαλεκτική μέ τά σύγχρονα ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας, ἐποικοδομητική καί ἀναγκαία γιά τήν ἴδια τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, λειτουργική στή παρουσία της καί στό λόγο της, λατρευτική πρός τόν Θεό.
Τί ἔχετε νά πεῖτε γιά τό θέμα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν καί τή γενικότερη κρίση στήν παιδεία.
Μαζί μέ τήν οἰκονομική κρίση εἶναι φυσικό νά διέρχεται τήν κρίση της καί ἡ ἴδια ἡ παιδεία, σέ ὅλα τά ἐπίπεδά της. Ἰδιαίτερα στήν Α΄ θμια καί Β΄ θμια ἐκπαίδευση. Ὁ ρόλος τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν δέν εἶναι μόνο ἡ παροχή γνώσεων ἀλλά καί ἡ προβολή ἀνθρωπολογικῶν προτύπων, πρός ἐπίτευξη καί διαμόρφωση τοῦ κάθε μαθητῆ-πολίτη ὡς μιᾶς ὁλοκληρωμένης προσωπικότητας στήν κοινωνία τοῦ αὔριο, τοῦ μέλλοντος. Δυστυχῶς ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτήν τήν σκοποθεσία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν Α΄θμια καί Β΄θμια ἐκπαίδευση, τόσο θά παραποιοῦμε καί θά ἀναζητοῦμε ἀτερμάτιστα λεκτικούς χαρακτηρισμούς καί ἁπλές ἐτικέττες. Στήν Γ΄ θμια ἐκπαίδευση ἡ ὅλο καί μειούμενη ἔρευνα, ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης οἰκονομικῶν πόρων, καί ἡ ἔλλειψη διοικητικοῦ καί διδακτικοῦ προσωπικοῦ δημιουργοῦν δυσκολίες ὡς πρός τή λειτουργία τῶν πανεπιστημίων, μέ ἐπιπτώσεις τῶν ὁποίων οἱ συνέπειες θά γίνουν φανερές στό μέλλον.
Τί ἔχετε νά πεῖτε γιά τό καυτό θέμα πού κατά καιρούς ἔρχεται στήν ἐπικαιρότητα, τῆς ἀναθεώρησης δηλαδή τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Κράτους;
Ἡ υἱοθέτηση ὁποιασδήποτε μορφῆς σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας δέν ἔχει νά κάνει μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται καί παρεμβαίνει στά διάφορα κοινωνικά θέματα καί προβλήματα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Δέν θά πρέπει νά συγχέουμε τά κοινωνικά προβλήματα μέ τήν πολιτική ἐπίλυσή τους ἀπό τήν ἑκάστοτε πολιτική ἤ κομματική ἡγεσία. Μακρά ἀπό τήν Ἐκκλησία, τέτοιος συσχετισμός. Ἐπίσης θά πρέπει νά τονίσουμε ὅτι οἱ ὁποιεσδήποτε πολιτικές ἀποφάσεις ἤ κομματικές τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες υἱοθετοῦν ἕνα ἄλλο ἦθος ἤ ὑποδεικνύουν ἕνα ἄλλο κοινωνικό πρόσωπο, ἀλλότριο ἀπό τό κοινωνικό καί ἀνθρωπολογικό πρότυπο πού προτείνει τό Εὐαγγέλιο, τότε ἀποτελεῖ ὑποχρέωση γιά τήν Ἐκκλησία νά διατυπώσει τόν κριτικό της λόγο, χωρίς νά ταυτισθεῖ μέ κάποια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση. Αὐτή ἡ «χρυσή τομή» τοῦ ρόλου, τοῦ λόγου καί τῆς δράσης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀδιάφορη ἀπό τήν μορφή τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἀλλά καί ξένη ἀπό κάθε ἀντίληψη πολιτικοποιημένου ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, ἀφοῦ οὐδεμία ἀντίληψη Ἐκκλησίας πολιτευομένης γίνεται ἀποδεκτή.
Τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν ἔχει νά κάνει οὔτε μέ τήν ἱστορικότητα τοῦ Ἕλληνα, οὔτε μέ τήν ἐκκλησιαστικότητά του, οὔτε μέ τήν ἐθνική του ταυτότητα. Εἶναι ἕνα θέμα πολυδιάστατο καί ἀρκετά πολύπλοκο καί πολυεπίπεδο, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ σύνεση, συνεργασία, συναίνεση, ἀλτρουϊσμό καί συστηματικότητα. Ὁποιεσδήποτε ἐπιπόλαιες κινήσεις ἤ ἀποφάσεις, μέ μοναδικό κίνητρο τόν λαϊκισμό, δέν θά ὁδηγήσουν σέ θετικά ἀποτελέσματα, οὔτε βέβαια καί σέ ἰσόρροπες λύσεις τῶν ὑφιστάμενων προβλημάτων, ἀκόμη καί στά πλαίσια τῆς συναλληλίας. Θά πρέπει ὅμως νά ποῦμε ὅτι καί ἡ ὁποιαδήποτε στρουθοκαμηλική θεώρηση τοῦ ὅλου ζητήματος ἐπίσης δέν βοηθᾶ.
Τόν τελευταῖο καιρό γίνεται συχνά λόγος γιά τίς παλαιές καί νέες χῶρες μέ ἀποτέλεσμα νά ὑπάρχουν ἀκόμη καί συγκρούσεις μεταξύ τῶν Ἱεραρχῶν. Ποῖα εἶναι ἡ ἄποψή σας γιά τό θέμα αὐτό ;
Οἱ σχέσεις τῶν δύο αὐτῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν καί ὁ τρόπος συνύπαρξής τους εἶναι ρυθμισμένες 75 καί πλέον χρόνια, τόσο κανονιστικά, ὅσο καί νομοθετικά. Τώρα ὅσοι δημιουργοῦν συγκρούσεις ἤ προσπαθοῦν νά ἀναπτύξουν κρίσεις μέ μοναδικό σκοπό νά ἱκανοποιήσουν τό θυμικό τους καί τούς ἰδεολογικούς προσανατολισμούς τους θεωρῶ ὅτι ματαιοπονοῦν, γιατί οὔτε ἡ κρισιμότητα τῆς ἐποχῆς τό ἐπιτρέπει οὔτε ἡ ἐπένδυση σέ μία τέτοια κρίση θά ἀποβεῖ ἐπ’ ὠφελείᾳ κανενός. Στῶμεν καλῶς λοιπόν, στῶμεν μετά φόβου… Μέ τούς κανονικούς θεσμούς οὔτε παίζουμε, οὔτε τούς ἀμφισβητοῦμε.
Ζοῦμε μία ἐποχή πού ὁ θρησκευτικός φανατισμός ἔχει ἀρνητικές ἐπιπτώσεις στούς χριστιανούς. Τί κάνει ἤ μᾶλλον τί θά ἔπρεπε νά κάμει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, προκειμένου νά τίς ἀποτρέψει;
Κάθε μορφή φανατισμοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα ἑνός «κενοῦ», καί σήμερα ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι τό ὑφιστάμενο κενό, λόγῳ ἔλλειψης πνευματικῶν ἀξιῶν καί ἠθικῶν ἀρχῶν στήν ἀνθρώπινη κοινωνία καί στίς διαπροσωπικές, διακρατικές ἤ καί θεσμικές θέσεις «ἀπαιτεῖ» μία φανατική ἐκδήλωση προκειμένου νά συγκρατηθεῖ ὅσο μπορεῖ πιό συνεκτικά ὁ κοινωνικός ἰστός καί νά «ἐκτονωθεῖ» ἡ κρίση ἀπό τήν ἐλλειμματική αὐτή κατάσταση.
Ἔτσι λοιπόν σήμερα ζοῦμε στόν ἀστερισμό εἴτε ἑνός ἀκραίου φανατισμοῦ πού προέρχεται ἀπό κάποιο θεοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, εἴτε ἀκραίων ἰδεολογικῶν προσανατολισμῶν, στίς διάφορες τοπικές κοινωνίες, ὅπου ἡ ρητορεία τῆς βίας, ὁ φανατισμός τῶν ἐνεργειῶν καί ὁ διχαστικός ρατσισμός προσπαθοῦν νά ἐκτονώσουν τήν ὁποιαδήποτε μορφή κρίσης καί ἀμφισβήτησης, ἀπό τήν ὁποία ὅμως ἐπίσης κινδυνεύει ἡ κοινωνική συνοχή καί ἡ ἑνότητα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τόν λόγο Της, μέ τό Ρόλο Της καί μέ τή δράση τῶν προσώπων Της μπορεῖ νά συμβάλλει οὐσιαστικά μέσα ἀπό μία διαδικασία διαλόγου, μέ τόν ὁποῖον δέν θά ἐκτονώσει ἁπλά τό φαινόμενο, ἀλλά θά δώσει τίς πνευματικές ἐκεῖνες συντεταγμένες, εὐαγγελικές ἀξίες καί ἀρχές, ὥστε νά βρεθεῖ λύση ἤ νά ἐξαλλειφθοῦν τά γενεσιουργά αἴτια, πού ὁδήγησαν στήν ἀνάπτυξη καί ἐπιβολή κάθε μορφῆς φανατισμοῦ. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους τούς θεσμικούς παράγοντες, κυρίως τίς παροῦσες κρίσιμες στιγμές γιά τό μέλλον τῆς πατρίδος μας, ὑπευθυνότητα, ἀξιοπιστία, σύνεση, σωφροσύνη καί συναίνεση.